web analytics

Το Όνομα του Ρόδου. Ξανά.

Γιατί είναι τόσο δύσκολο να γυριστεί μια ικανοποιητική ταινία ή σειρά με θέμα το Μεσαίωνα;

Δεν υπάρχει μόνο ένας λόγος που οι κινηματογραφικές παραγωγές που διαδραματίζονται στο Μεσαίωνα είναι λίγες -και συνήθως μέτριες. Κατ’ αρχάς είναι σχετικά μικρό το κοινό που παθιάζεται μ’ εκείνη την εποχή. Και κυρίως, που καταλαβαίνει τι ακριβώς γινόταν -ειδικά στη Δυτική Ευρώπη- μετά την κατάρρευση του ρωμαϊκού Imperium και μέχρι την Αναγέννηση. Για παράδειγμα, είναι πολύ πιο εύκολο για τους περισσότερους από εμάς να κατανοήσουμε πολιτικούς θεσμούς αρχαιότερων ετών (όπως την Αθηναϊκή Δημοκρατία ή τον ρόλο του Αυτοκράτορα στη Ρώμη), παρά το φεουδαρχικό σύστημα, το πώς συστήθηκαν τα πρώτα δυτικά κράτη, τον διοικητικό ρόλο του Πάπα κλπ. Άρα χωρίς κοινό, γιατί να επενδύσει κάποιο στούντιο ή κανάλι τα λεφτά του σε μια μεσαιωνική ιστορία;

Μετά, είναι η θεματολογία: πολλή φτώχεια, πολλοί παπάδες, πολύς θάνατος και, κυρίως, καμία ορατή διέξοδος απ’ όλ’ αυτά. Όλες οι μεσαιωνικές ιστορίες που δεν είναι παραμυθάκια τύπου Αρθούρος Πεντραγκόν -“ο βασιλεύς των Άγγλων, των παραπληγικών”- ή εμπνεύσεις τύπου Game Of Thrones, αποπνέουν μιζέρια, μιζέρια κι ακόμη περισσότερη μιζέρια. Γιατί να χαλάσεις το χρόνο σου βλέποντας κάτι τέτοιο;

Τέλος, είναι η δυσκολία να αποτυπωθεί η εποχή. Όχι τυχαία, η πιο επιτυχημένη ταινία γύρω από το Μεσαίωνα είναι η παρωδία των Monty Python που δεν χρειάζεται πραγματικά άλογα, στολές, κάστρα, πυκνά δάση και επικών διαστάσεων μάχες. Το Game Of Thrones μας κακόμαθε, με τις συγκλονιστικές σκηνές μαχών και τις υπερκατασκευές στις πόλεις (όχι ότι ήταν έτσι τα πράγματα στο Μεσαίωνα, αλλά το GoT είναι ένα παραμύθι, δεν νοιάζεται γι’ αυτά), αλλά πριν από αυτό ήταν ελάχιστες οι φορές που είχαμε δει έστω και ένα σωστά φτιαγμένο κάστρο, ή μια σύγκρουση στρατών με τρόπο που να έβγαζε κάποιο νόημα. Το κόστος για όλα αυτά ήταν (και παραμένει, ακόμη και στην ψηφιακή εποχή) τεράστιο και οι σκηνοθέτες το παρέκαμπταν με διάφορα τεχνάσματα -αν το τολμούσαν, το αποτέλεσμα ήταν συνήθως κάτω του μετρίου.

Το “Όνομα του Ρόδου”, βέβαια, είχε το προνόμιο να μην έχει ανάγκη τεράστιες παραγωγές σε κατασκευές και μάχες, γιατί βασίζεται σε ένα best-seller του οποίου η πλοκή διαθέτει μεν μπόλικο βίαιο θάνατο, αλλά περιορίζεται στην αυλή και στις εγκαταστάσεις ενός μοναστηριού. Ο Jean-Jacques Annaud έδειξε το δρόμο από το 1986 κιόλας, μεταφέροντας στον κινηματογράφο με αρκετά αξιοπρεπή τρόπο το βιβλίο του Eco. Η επιστροφή του, το 2019, υπό τη μορφή σειράς, από την ιταλική RAI, ήταν λογικό να αντιμετωπιστεί με καχυποψία: Αφού ο Annaud τα κατάφερε στις 2 ώρες, γιατί να το πάμε στις 8; Αν δεν δείξουν κάτι καινούργιο από πλευράς παραγωγής, τι θα δείξουν; Ό,τι είναι να δούμε, το έχουμε ήδη δει. Μήπως απλά ποντάρουν στο άλογο του GoT για μια εύκολη αρπαχτή;

 Ο Jean-Jacques Annaud έδειξε το δρόμο από το 1986 κιόλας, μεταφέροντας στον κινηματογράφο με αρκετά αξιοπρεπή τρόπο το βιβλίο του Eco. Η επιστροφή του, το 2019, υπό τη μορφή σειράς, από την ιταλική RAI, ήταν λογικό να αντιμετωπιστεί με καχυποψία: Αφού ο Annaud τα κατάφερε στις 2 ώρες, γιατί να το πάμε στις 8;

Οι (αρνητικές) κριτικές επικεντρώνουν ακριβώς στα παραπάνω: Άχρηστα sidestories που αφ’ ενός αλλοιώνουν το αριστουργηματικό βιβλίο και αφετέρου μπερδεύουν την πλοκή, απλά για να φτάσουμε στο 8ωρο, και εμμονή σε λεπτομέρειες που δεν προσθέτουν κάτι. Η παραγωγή είναι εντυπωσιακή, αλλά αν το καλοσκεφτεί κανείς, πρόκειται απλά για τη λογική αναβάθμιση των 33 ετών από την ταινία, με τα ψηφιακά εφέ που επιτρέπουν μια πιο επιβλητική βιβλιοθήκη και το εσωτερικό της μονής που έχει δουλευτεί εξαιρετικά. Προσωπικά λάτρεψα και τα κοστούμια, που μας έδωσαν μια καλύτερη εικόνα του πώς ντυνόταν ο κόσμος τον 14ο αιώνα, και βέβαια τα τέλεια διαλεγμένα locations για τις εκτός μοναστηριού σκηνές -ειδικά το δάσος.

Εκεί που κανείς, βέβαια, δεν έχει να πει τίποτε κακό είναι οι ερμηνείες. O Rupert Everett αναμετράται με τον γιγάντιο F. Abraham Murray και καταφέρνει να βγει ένας πιο εφιαλτικός και σιχαμένος Bernardo Gui. O πιτσιρικάς Damian Hardung είναι μεν λίγο παραπάνω μοντέλο απ’ όσο θα άρμοζε στον ρόλο του Adso, αλλά τουλάχιστον δεν είναι σαν να μπήκε κατά λάθος από κάποια άλλη παραγωγή, όπως ήταν ο Christian Slater στην ταινία. Όλοι οι ηθοποιοί που υποδύονται τους μοναχούς είναι ταιριαστοί (από τον “Ben” του Lost, Michael Emerson που εδώ υποδύεται τον αγχωμένο Ηγούμενο, μέχρι τον εξαιρετικό Μαλαχία που παίζει ο Richard Sammel), αλλά αυτός που ξεχωρίζει, κατά την ταπεινή μου άποψη, είναι ο Fabrizio Bentivoglio στον ρόλο – κλειδί του Remigio, χωρίς του οποίου τα πάθη και τα μυστικά δεν θα είχαμε καν ένα σπουδαίο βιβλίο, πόσο μάλλον μια ταινία ή μια σειρά. Ο Bentivoglio σε βάζει στο πετσί του απεγνωσμένου φτωχοδιαβόλου του Μεσαίωνα, που ψάχνει μάταια την ελπίδα και όταν τη βρίσκει, κάνει στην ουσία το μεγαλύτερο λάθος της ζωής του, αφού τα βάζει με την Εκκλησία, εισχωρώντας στον κύκλο μιας αίρεσης.

 Ο Bentivoglio σε βάζει στο πετσί του απεγνωσμένου φτωχοδιαβόλου του Μεσαίωνα, που ψάχνει μάταια την ελπίδα και όταν τη βρίσκει, κάνει στην ουσία το μεγαλύτερο λάθος της ζωής του, αφού τα βάζει με την Εκκλησία, εισχωρώντας στον κύκλο μιας αίρεσης.

O Fabrizio Bentivoglio στο ρόλο του Remigio da Varagine κλέβει την παράσταση από τους διάσημους συμπρωταγωνιστές του.

Για τον John Turturo, τι να πει κανείς; Δεν ήμουν ποτέ fan του Sean Connery (εκτός από το The Man Who Would Be King που ο ρόλος τού ταίριαζε γάντι, θεωρώ ότι αποδίδει τους πάντες ως καρικατούρες σε ό,τι άλλο έχει υποδυθεί), οπότε η νίκη σε αυτήν την σύγκριση ήταν εύκολη. Αλλά με την επέκταση της πλοκής στο 8ωρο, ο Turturo καταφέρνει να αποδώσει τον William του Baskerville με τρόπο που θα έκανε τον Umberto Eco να δακρύσει από συγκίνηση.

Νίνα, μίλα μου Occitanικά!

Και βέβαια, έχουμε τη Nina Fotaras στο ρόλο του κοριτσιού, που προκαλεί απανωτά εγκεφαλικά. Αρχικά με το mindfuck του να μιλάει Occitan (ή langue d’ oc) σε όλη τη σειρά (άλλη μια σκηνοθετική έμπνευση που θα ενθουσίαζε τον Eco), μετά με αυτό το καθηλωτικό μάτι και τέλος με τη σκηνή σεξ με τον Adso που μας δημιούργησε ενοχή στην ιδέα ότι αυτό το απίστευτο βυζί μπορεί και να ανήκει σε ανήλικο.

Νομίζω ότι όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο καμία δεκαριά φορές σαν κι εμένα θα λατρέψουν το Όνομα του Ρόδου της RAI. Παρά τις προσθήκες των σεναριογράφων, όλο το ζουμί του βιβλίου -ενός βιβλίου για τα βιβλία- είναι εδώ και η παραγωγή είναι φτιαγμένη για να το εξυπηρετήσει. Και οι λάτρεις της Ιστορίας του Μεσαίωνα, βέβαια, δεν θα μείνουν παραπονεμένοι. Η αποτύπωση της εποχής είναι άψογη. Για τους υπόλοιπους, είναι μία ακόμη μίζερη, σκοτεινή και μπερδεμένη ιστορία που διαδραματίζεται στη χειρότερη περίοδο που βιώσε ποτέ η ανθρωπότητα. Γιατί να χαλάσεις το χρόνο σου βλέποντας κάτι τέτοιο;