17.07.1998: Ακριβώς πριν 20 χρόνια
Μουντιάλ και ρεκόρ.
Την Κυριακή, 12 Ιουλίου, η Γαλλία έχει μόλις κατακτήσει ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. 3-0 τη Βραζιλία. Στο γκολ του Petit ουρλιάζω από χαρά, μόνος στον καναπέ του πατρικού μου -στη θρυλική υπόγα. Ύπνος αμέσως μετά. Σε 5 μέρες έχουμε Πανελλήνιο Πρωτάθλημα -δεν υπάρχει περιθώριο για έξοδο με την παρέα, για μπίρες, για πάρτι και ξενύχτι. Την Παρασκευή το πρωί, νωρίς νωρίς στο ΟΑΚΑ και εύκολη πρόκριση στον τελικό, μεσημεριανή ξεκούραση, και το απόγευμα 8 αθλητές στηνόμαστε στη γραμμή της εκκίνησης. 7 από εμάς έχουμε τον ίδιο στόχο: τη 2η θέση. Ο Παναγιώτης Στρουμπάκος μπορεί να μη βρίσκεται στην ίδια φόρμα με την προηγούμενη χρονιά, όταν στον ίδιο αγώνα είχε διαλύσει το Πανελλήνιο Ρεκόρ (και πέρασε τα επόμενα πέντε λεπτά σε κατάσταση σοκ ανάσκελα, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει ούτε κι ο ίδιος πόσο γρήγορα πήγε, ούτε ότι τον είχα ρίξει κάτω στο ταρτάν με τη φόρα που έπεσα πάνω του για να τον συγχαρώ), αλλά η διαφορά κλάσης του κορυφαίου δρομέα μεσαίων αποστάσεων που έβγαλε ο ελληνικός στίβος από όλους εμάς τους υπόλοιπους παραμένει χαοτική.
Αυτό που ίσως δεν ξέρουν οι αντίπαλοι εκείνο το απόγευμα της 17ης Ιουλίου του 1998 είναι ότι ο Στρούμπι νιώθει επιτέλους καλά, μετά από μια δύσκολη σεζόν, και έχει σκοπό να “πατήσει” από την αρχή. Εγώ γυμνάζομαι μαζί του στο ίδιο γκρουπ, με προπονητή τον Χρήστο Παπαχρήστο, και με το που ακούγεται η πιστολιά του αφέτη συγκεντρώνομαι στο ρυθμό μου, τον αφήνω να κάνει τα δικά του και κάθομαι στην ουρά του γκρουπ -ίσα ίσα που κρατιέμαι μαζί τους, αλλά νιώθω καλά, πολύ καλά, και μια ελαφριά ανατριχίλα, σαν προαίσθημα του τι έρχεται. Το έχω ξανανιώσει σε αγώνες και ξέρω τι σημαίνει: ότι υπάρχει μια στιγμή – κλειδί, ένα σημείο που πρέπει να πω “φύγε” στο δαίμονα που θα μου ψιθυρίσει “δεν αντέχεις άλλο” και να συνεχίσω την προσπάθεια ως το τέλος. Το 800άρι είναι το πιο δύσκολο, το πιο ύπουλο αγώνισμα. Αν δεν μοιράσεις την ενέργειά σου τέλεια στα πρώτα 650 μέτρα, είτε θα είσαι πολύ αργός -και πολύ πίσω- για να προλάβεις μετά, είτε θα έχεις καεί τόσο πολύ, που στην τελική ευθεία θα νιώθεις σαν να τρέχεις με ένα σάκο γεμάτο πέτρες στην πλάτη σου.
Με το που ακούγεται η πιστολιά του αφέτη συγκεντρώνομαι στο ρυθμό μου, αφήνω τον Στρουμπάκο να κάνει τα δικά του και κάθομαι στην ουρά του γκρουπ -ίσα ίσα που κρατιέμαι μαζί τους, αλλά νιώθω καλά, πολύ καλά, και μια ελαφριά ανατριχίλα, σαν προαίσθημα του τι έρχεται.
Στο καμπανάκι βλέπω ότι κάποιοι αντίπαλοι μπροστά μου, μεγάλα ονόματα, δυσκολεύονται πια να κολλήσουν στον Στρούμπι. Ανεβαίνω μία-δύο θέσεις και ετοιμάζομαι για τον “δαίμονα”. Τον περιμένω λίγο μετά τα 500 μέτρα. Ο Παπαχρήστος μου έλεγε μια ζωή: “Εκεί στο 500άρι, όταν θα αρχίσεις να νιώθεις την κούραση, εκεί θέλω να κάνεις μια μικρή αλλαγή ρυθμού, να επιταχύνεις ένα κλικ”. Δεν το κάνω τώρα, αλλά δεν χρειάζεται: Έχω ένα στόχο κάθε 2-3 μέτρα. Η ανατριχίλα είναι ακόμη εκεί, ο δαίμονας δεν έχει εμφανιστεί ακόμη και ο Στρουμπάκος αρχίζει να απομακρύνεται, δημιουργώντας μεγάλα κενά στο γκρουπ. Με το που περνάω τον έναν αντίπαλο, βλέπω το επόμενο “εμπόδιο” που πρέπει να ξεπεράσω για να βρεθώ στο βάθρο. Το πέρασμά μου στα 600 μέτρα είναι τέλειο. Αδιανόητα τέλειο, αλλά κάποιοι βρίσκονται ακόμη σχετικά κοντά στον Στρουμπάκο, τους τραβάει μαζί τους σαν σε slip stream.
“Τι κάνει ο Παύλος Φαρούγγιας, αυτό το πιτσιρίκι, εκεί μπροστά; Δεν θα τον φτάσεις ποτέ. Δεν έπρεπε να έχεις μείνει τόσο πίσω από τον Στρουμπάκο”, εμφανίζεται ο δαίμονας. Τον αγνοώ γιατί η ανατριχίλα έχει γίνει πια ένα μούδιασμα σε όλο μου το σώμα, δεν νιώθω κανένα βάρος στα πόδια, κανένα πόνο. Μπαίνοντας στην τελική ευθεία είμαι ακόμη τέταρτος αλλά ήδη ξέρω: Απόψε θα φύγω από εδώ με το αργυρό μετάλλιο κι ένα μεγάλο ρεκόρ. Προλαβαίνω τον Παύλο πέντε μέτρα πριν το τέλος, τερματίζω σε 1′ 49″ 82., απίστευτη επίδοση για τον 23χρονο που δεν είχε κανα μεγάλο ταλέντο ή τίποτε φοβερά φυσικά προσόντα, αφήνω τα spikes σε μια γωνιά του ταρτάν και τρέχω στην κερκίδα να φιλήσω τους γονείς μου, που ακόμη δεν έχουν καταλάβει ακριβώς τι έχει συμβεί και πετάω από τη χαρά μου. Νυχτώνει, απονομές, υπερένταση και δύσκολος ύπνος. Καινούργιες παραστάσεις έρχονται στα όνειρά μου: Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα σε 6 χρόνια, Παγκόσμιο το ’99, πράγματα που δεν είχα φανταστεί ποτέ, τώρα αρχίζουν και γίνονται ένα “γιατί όχι;”.
Την Κυριακή έρχεται ένα ακόμη μετάλλιο, χάλκινο στα 1.500μ., πίσω από τους σπουδαίους Νότη Παπούλια και Δημήτρη Κατσούλη (απ’ όπου και η δεύτερη φωτογραφία – είμαι αυτός με τα μαύρα, την κοτσίδα και τα γυαλιά του Τζαμπάρ), σε μια μεγάλη βραδιά για τον ΑΟ Φιλοθέης που βλέπει και τον “διόσκουρο” Χρήστο Κουζούπη να πλασάρεται σε καλή θέση. Λίγες μέρες μετά, ένα ακόμη 800άρι κάτω από το 1′ 50″. Έχω ήδη τρέξει για πρώτη φορά και με το εθνόσημο στο στήθος μέσα στη σεζόν. Είναι σίγουρα η χρονιά μου -μέχρι την επόμενη.
_________________________
Το όνειρο θα σβήσει μισό χρόνο αργότερα, μια νύχτα με αποπνικτική υγρασία στο Εθνικό Στάδιο Πατρών. Πολύ άσχημος τραυματισμός στον προσαγωγό και τους κοιλιακούς, τα σπάμε με το Χρήστο (εγώ θέλω να πάω φαντάρος, για να φύγει αυτή η υποχρέωση από πάνω μου, εκείνος θέλει να φροντίσω το σώμα μου για να είμαι έτοιμος μέσα στην ίδια χρονιά για το Παγκόσμιο), έχω ήδη αρχίσει να δουλεύω ως δημοσιογράφος (στο περιοδικό “Nέμεcις” της Λιάνας Κανέλλη!), πίσω στο στίβο το 2000, με άλλο στυλ προπόνησης, δίπλα στον Tomi Ganchev που πίστευε σε μένα πιο πολύ απ’ ότι πίστεψα ποτέ ο ίδιος, αλλά εκείνος ο Ιούλιος του 1998 μοιάζει πολύ μακρινός. Το 2000 είναι γεμάτο από καλές επιδόσεις, αλλά όχι καλύτερες, πολλές νίκες, αλλά όχι αυτές που ήθελα, και κυρίως από πολλούς, πάρα πολλούς τραυματισμούς. Μου βρίσκει δουλειά στην ΙΜΑΚΟ του Κωστόπουλου η κολλητή μου Λίλυ Ξένου (άλλη μια απίστευτη αθλήτρια του στίβου) και στο επόμενό μου Πανελλήνιο Πρωτάθλημα, δύο χρόνια μετά από εκείνα τα δύο μετάλλια, τρέχω την τελευταία μου κούρσα. Τραυματισμένος (πάλι) και 4ος στα 800 μέτρα, νιώθω πιο σίγουρος από ποτέ ότι ήρθε η στιγμή να πω πρόωρα “αντίο” στον στίβο.
Ήταν τόσος ο πόνος εκείνη την τελευταία χρονιά, που δεν μετάνιωσα αυτό το “αντίο”. Αλλά ήταν και τόσο φανταστικό εκείνο το απόγευμα της 17ης Ιουλίου του 1998, ακριβώς πριν 20 χρόνια από σήμερα, που το θυμάμαι με τόση λεπτομέρεια -και ευτυχία- όσο τίποτε άλλο από όσα έχω κάνει από τότε