web analytics

40 χρόνια από το “Born To Run” του Bruce Springsteen

Η ιστορία πίσω από ένα θρυλικό άλμπουμ.

Στο σχολείο ο Bruce Springsteen δεν είχε φίλους. Δεν είχε ούτε εχθρούς. Περνούσε απλά απαρατήρητος. «Αν δεν γινόταν ο διάσημος Bruce Springsteen, θα τον θυμόμουν; Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιο λόγο. Χωρίς μια κιθάρα στα χέρια του, δεν είχε απολύτως τίποτε να μας πει», έγραψε μετά από πολλά χρόνια ο συμμαθητής του και συγγραφέας, Eric Alterman. Ο Springsteen είχε, βέβαια, ένα ενδιαφέρον. Ένα πάθος, καλύτερα. Τη μουσική. Και η γειτονιά του μπορεί να ήταν η χειρότερη γειτονιά όλου του κόσμου, το Φρίχολντ του Νιου Τζέρσι, με τα εργοστάσιά του, τη βρωμιά του και την ανεργία του, αλλά μετά το σχολείο μετακόμισε στο Asbury Park, που τουλάχιστον ήταν ένα μέρος με έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα.

bruce springsteen guitar

Το Ashbury Park έγλειφε τη θάλασσα. Και κάποτε ήταν τουριστικό θέρετρο. Όχι όμως στα 70s, όταν βρέθηκε εκεί ο Springsteen. Στα 70s υπήρχαν πια φτηνά αεροπορικά εισιτήρια και air conditioning, πράγμα που σήμαινε ότι οι Νεοϋορκέζοι πήγαιναν για διακοπές στη Φλόριντα, στην Καλιφόρνια ή στην Καραϊβική και όχι στο φτηνό προάστιο του Νιου Τζέρσι. Το Asbury Park έψαχνε για μια νέα ταυτότητα και μέχρι να τη βρει γνώριζε απίστευτες διαμαρτυρίες –κυρίως της μαύρης κοινότητας- που κατέληγαν σε ένοπλες συμπλοκές με την αστυνομία και σε καταστροφές καταστημάτων. Ήταν σ’ αυτό το κοινό, των ανέργων ή των φτωχών εργατών, που όμως είχαν μεγαλώσει με πολλή μουσική, με pop, με jazz, με τους θρύλους της Motown, που ο Springsteen και η E-Street Βand άρχισαν να γίνονται ελκυστικοί, μιλώντας αρχικά για την αγάπη και την ελευθερία, επηρεασμένοι από τους χίπις, και αργότερα, για όλα αυτά που πραγματικά είχαν σημασία…

 Ήταν σ’ αυτό το κοινό, των ανέργων ή των φτωχών εργατών, που όμως είχαν μεγαλώσει με πολλή μουσική, με pop, με jazz, με τους θρύλους της Motown, που ο Springsteen και η E-Street Βand άρχισαν να γίνονται ελκυστικοί, μιλώντας αρχικά για την αγάπη και την ελευθερία, επηρεασμένοι από τους χίπις, και αργότερα, για όλα αυτά που πραγματικά είχαν σημασία…

Ο Springsteen έγραφε τραγούδια όλη τη μέρα. Κατέγραφε, στην ουσία, την ενηλικίωσή του μέσα στην εργατική τάξη σε στίχους και συγχορδίες. Και τα 70s ήταν μια περίοδος που σήμαινε πάρα πολλά για την εργατική τάξη στις ΗΠΑ. Τεράστιος πληθωρισμός, εφιαλτική ανεργία και όλα τα απόνερα του πολέμου στο Βιετνάμ διέκοψαν την συναρπαστική ανάπτυξη της αμερικανικής κοινωνίας στα 50s και τα 60s, με τον φτωχό κόσμο, βέβαια, να είναι το πιο μεγάλο θύμα της κατάστασης αυτής.

Η Columbia διέκρινε στην ποίηση του Springsteen αυτό το κάτι που μπορούσε να απευθυνθεί σε μια τεράστια μάζα με τεράστια προβλήματα. Την υποστήριξε με κάθε τρόπο, αλλά τα δύο πρώτα του άλμπουμ, το “Greetings from Asbury Park, N.J.” και “The Wild, the Innocent and the E Street Shuffle” ήταν εμπορικές αποτυχίες. Ίσως γιατί ο ίδιος ο Springsteen ήταν ακόμη πολύ μικρός για να αποφασίσει να πει τα πράγματα με το όνομά τους, και μέχρι τότε έκρυβε τις ιστορίες του πίσω από μεταφορές και πιο ασαφή μηνύματα – περί αγάπης και ελευθερίας, που λέγαμε παραπάνω. Το τρίτο του άλμπουμ θα ήταν η τελευταία του ευκαιρία. Η Columbia θα επένδυε ακόμη περισσότερα, αλλά μέχρι εκεί. Αν και πάλι δεν πουλούσε, θα τον εγκατέλειπε στην τύχη του. Η τύχη, όμως, ήταν αυτή τη φορά με τη μεριά του Springsteen.

 Στο Κλίβελαντ, ο DJ Kid Leo, το έπαιζε ευλαβικά κάθε Παρασκευή στις 17:55 για να σηματοδοτήσει την έναρξη του Σαββατοκύριακου για την εργατική τάξη που εκείνη την ώρα χτυπούσε την τελευταία κάρτα της εβδομάδας. Κόσμος πήγαινε και το ζητούσε στα δισκάδικα. Δεν υπήρχε.

To 1974, o Mike Appel, ο μάνατζέρ του, πήρε μια πρώιμη ηχογράφηση του “Born To Run” (του τραγουδιού, όχι του άλμπουμ) και το μοίρασε σε κάποιους DJs. Σύντομα έγινε μεγάλο χιτ στα ραδιόφωνα του τριγώνου Νέα Υόρκη, Κλίβελαντ, Φιλαδέλφεια. Στην τελευταία, ο κορυφαίος ραδιοφωνικός σταθμός της περιοχής το έπαιζε άπειρες φορές μέσα τη μέρα. Στο Κλίβελαντ, ο DJ Kid Leo, το έπαιζε ευλαβικά κάθε Παρασκευή στις 17:55 για να σηματοδοτήσει την έναρξη του Σαββατοκύριακου για την εργατική τάξη που εκείνη την ώρα χτυπούσε την τελευταία κάρτα της εβδομάδας. Κόσμος πήγαινε και το ζητούσε στα δισκάδικα. Δεν υπήρχε. Οι σταθμοί ζητούσαν από τον Appel και το υπόλοιπο άλμπουμ. Δεν υπήρχε. Ο Springsteen έπρεπε να κάτσει να το γράψει. Και να πει παρόμοια πράγματα μ’ αυτά που έλεγε στο “Born To Run”. Να πει ιστορίες οικείες στους ομοίους του, να μιλήσει για μέρη στα οποία ζούσαν ή τα οποία γνώριζαν καλά, να τραγουδήσει για το θάνατο του αμερικανικού ονείρου, όπως τον επέβαλαν τα ταραγμένα 70s. Κι αφού τα έγραψε, έπρεπε να τα ηχογραφήσει. Εκεί ξεκίνησε ένας δεύτερος μαραθώνιος. Τα μέλη της E-Street band έμειναν στο στούντιο 14 μήνες. Μόνο για το “Born To Run”, το τραγούδι, δούλεψαν ένα εξάμηνο. Ο Springsteen ήταν οργισμένος που δεν μπορούσε να πάρει το αποτέλεσμα που ήθελε και αποφασισμένος να δουλέψει μέχρι το άλμπουμ να βγει τέλειο. Έδωσε σημασία σε κάθε λεπτομέρεια. Παρατηρήστε, για παράδειγμα, πώς η κάθε πλευρά του LP ξεκινά με ένα αισιόδοξο τραγούδι που πρότεινε μια έξοδο διαφυγής (“Thunder Road” και “Born To Run”) ενώ κλείνει με μελαγχολικά κομμάτια ήττας –σαν την προδιαγεγραμμένη πορεία της εργατικής τάξης (τα “Backstreets” και “Jungleland”). Σαν να ήταν προορισμένο να ακούγεται το σαββατοκύριακο…

Springsteen-4

Η Columbia, όπως είχε σχεδιάσει, τα έδωσε όλα για να πετύχει αυτός ο δίσκος. Το marketing budget στα 250.000 δολάρια ήταν τεράστιο για την εποχή εκείνη. Τεράστια ήταν και η εμπορική του επιτυχία. Στα επόμενα 25 χρόνια έφτασε να έχει πουλήσει πάνω από 6 εκατομμύρια αντίτυπα -1,6 εκατομμύρια μέσα στο 1975 μόνο. Αλλά αυτό που πραγματικά μας ενδιαφέρει ήταν η αποδοχή από τους κριτικούς και το κοινό. Και το ότι, 40 χρόνια μετά, ακούγεται ακόμη το ίδιο φρέσκο. Όχι τυχαία. Ήταν ένα άλμπουμ που αναζωογόνησε τη rock σκηνή. Η πολιτική και ο ακτιβισμός έγιναν το νούμερο 1 θέμα της ροκ και η εργατική τάξη απέκτησε ξεκάθαρα τη δική της μουσική. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε. Το Freehold είναι πια μια συμπαθητική γειτονιά και το Asbury Park έχει γεμίσει κυριλέ μπαρ και εστιατόρια. Αυτό που δεν άλλαξε ποτέ ήταν το συναίσθημα που προκαλεί η εμβληματική εικόνα του Springsteen με την Telecaster του στο εξώφυλλο και η ανατριχίλα που αφήνει το πιάνο στο φινάλε του “Jungleland”, 9.5 λεπτά μετά την αρχή του κομματιού και 39 λεπτά από το ξεκίνημα του άλμπουμ…

(Γράφτηκε για το Jumping Fish.)