Το Σάββατο, 30 Ιανουαρίου, πήγα με το ποδήλατο από την Ελευσίνα ως την Αρχαία Νεμέα και γύρισα. Δεν ήμουν μόνος. Το τόλμησαν καμιά 300αριά ακόμη ποδηλάτες. Αλλά ήμουν ο μοναδικός που το έκανε τόσο, μα τόσο λάθος…
Ο κύριος με τα κίτρινα στην ως άνω φωτογραφία είμαι εγώ. Το ποδήλατο που έχει γείρει λαβωμένο στην ξεχαρβαλωμένη στάση του λεωφορείου είναι το δικό μου. Και στέκομαι στο αντίθετο ρεύμα απ` αυτό που ανεβαίνουν οι υπόλοιποι ποδηλάτες, γιατί θέλω να γυρίσω πίσω. Έχω βγει για μια διαδρομή 202 χιλιομέτρων, έχω μόλις φτάσει στο 4ο, δηλαδή στο 1,98% του συνόλου, και θέλω να γυρίσω πίσω. Αυτή είναι η λεωφόρος Θηβών, που ενώνει την Ελευσίνα με τη Μάνδρα, η γέφυρα πιο πίσω είναι η Αττική Οδός, είναι 8 και 33 το πρωί του Σαββάτου, 30 Ιανουαρίου, και από εδώ περνούν μόνο ποδηλάτες (προς Μάνδρα) και νταλίκες (προς Ελευσίνα ή Αττική Οδό). Δεν έχω καμία τύχη…
Το πρώτο μου brevet, λοιπόν, ξεκινάει με τους χειρότερους οιωνούς. Αλλά πάμε πρώτα στα βασικά. Τι εστί Brevet; Είναι κάτι μεταξύ προπόνησης και αγώνα. Δεν έχει συναγωνισμό, ούτε βάθρο για τους νικητές, έχει μετάλλια για όλους -αρκεί να τερματίσουν και να έχουν τρέξει σύμφωνα με τους κανονισμούς. Δεν έχει κριτές και αυτοκίνητα συνοδείας, ούτε αστυνομικούς να κλείνουν τους δρόμους, αλλά έχει μια κάρτα που γράφει τη διαδρομή (π.χ. “στο 33ό χιλιόμετρο στρίβεις δεξιά προς Φάρσαλα”) και checkpoints, γνωστά από πριν ή μυστικά, όπου σταματάς, σφραγίζεις την κάρτα σου και την παραδίδεις στον τερματισμό ως αποδεικτικό ότι έβγαλες σωστά ολόκληρη την απόσταση. Μπορεί να καλύπτει 200, 300, 400 ή 600 χιλιόμετρα, ενώ υπάρχει και το Άγιο Δισκοπότηρο των brevets, το Paris – Brest – Paris, που διοργανώνεται κάθε τέσσερα χρόνια και εκτείνεται σε μια διαδρομή 1.200 χιλιομέτρων. Το Σάββατο, στην Ελευσίνα, μαζευτήκαμε λίγο πριν τις 8 το πρωί καμιά τριακοσαριά ποδηλάτες για να πάμε ως την Αρχαία Νεμέα και πίσω σε μια σχετικά εύκολη, 200άρα διαδρομή. Είναι το πρώτο “μεγάλο” brevet κάθε σεζόν, το περίφημο “Brevet Νεμέας”. Ιδανικά τοποθετημένο σε μια περίοδο που βάζω χιλιόμετρα στο πρόγραμμά μου, αφού την έχω δει τα τελευταία δύο χρόνια Lance Armstrong και κατεβαίνω σε αγώνες ποδηλασίας δρόμου, αποφάσισα ότι ήταν μια υπέροχη ευκαιρία για προπόνηση. Δύσκολα βρίσκεις παρέα για 200 χιλιόμετρα ποδήλατο και το μόνο σίγουρο στα brevets είναι ότι δεν θα ξεμείνεις ποτέ από παρέα. Εκτός αν…
Τι εστί Brevet; Είναι κάτι μεταξύ προπόνησης και αγώνα. Δεν έχει συναγωνισμό, ούτε βάθρο για τους νικητές, έχει μετάλλια για όλους -αρκεί να τερματίσουν και να έχουν τρέξει σύμφωνα με τους κανονισμούς.
Εκτός αν όλα πάνε στραβά από νωρίς, όπως πήγαν στραβά σε μένα το Σάββατο. Ξεκίνησα κατά τις 08:20 από την Ελευσίνα, παρέα με τον Πέτρο και τον Αντρέα, χαλαρά και με κουβεντούλα. Ο Αντρέας είχε ένα προβληματάκι στα φανάρια της Αττικής, οπότε σταματήσαμε λίγο πιο κάτω για να τον περιμένουμε. Όταν μας έφτασε, ο Πέτρος ξεκίνησε, αλλά εγώ όχι. Κάτι είχε χαλάσει και στο δικό μου ποδήλατο. Μέχρι να καταλάβω τι, οι άλλοι δύο είχαν χαθεί στην ανηφόρα, δεν άκουγαν τις φωνές μου, δεν είχα τα τηλέφωνά τους (είχα πάει στην Ελευσίνα χωρίς καμία προετοιμασία για “έκτακτη ανάγκη”) κι έτσι έμεινα μόνος να προσπαθώ να σκεφτώ πώς θα μπορούσα να το σώσω. Είχα εργαλεία μαζί, κάτι αλενόκλειδα, αλλά νόμιζα ότι χρειαζόμουν ένα άλλο κλειδί, μεγαλύτερο. Στα μηχανικά του ποδηλάτου είμαι κομματάκι άσχετος. Δεν ξέρω καν πώς ονομάζονται βασικά εξαρτήματα. Οπότε αποφάσισα να γυρίσω πίσω στην Ελευσίνα και να βρω ένα ποδηλατάδικο να μου φτιάξει τη ζημιά. Η αλυσίδα είχε σφηνώσει, οπότε δεν μπορούσα να γυρίσω κάνοντας πετάλι, εξ ου και το πέρασμα στην αντίθετη πλευρά της Θηβών, μπας και βρω ένα ταξί. Αλλά, είπαμε, εκείνη την ώρα μόνο νταλίκες. Και το Taxibeat για κάποιο λόγο δεν λειτουργούσε… Απελπισία. Αποφάσισα να περιμένω ένα δεκάλεπτο και μετά να το πάω ποδαράτο.
Η Ελευσίνα έχει βγάλει πολλούς σπουδαίους αθλητές κι από τους πιο πρόσφατους ο διασημότερος όλων είναι ο Περικλής Ηλίας, παγκόσμιος πρωταθλητής στο Mountain Bike το 2012.
Με έσωσε ο Ηρακλής. Η Ελευσίνα έχει βγάλει πολλούς σπουδαίους αθλητές κι από τους πιο πρόσφατους ο διασημότερος όλων είναι ο Περικλής Ηλίας, παγκόσμιος πρωταθλητής στο Mountain Bike το 2012. Γεννήθηκε και ζει λίγο πιο κάτω από εκεί που κόλλησα και ο Ηρακλής είναι ένας φίλος του που, για καλή μου τύχη, είχε κανονίσει να βγει μαζί του για προπόνηση το Σάββατο το πρωί. Είδα τη σχάρα για ποδήλατα στο αυτοκίνητό του από μακριά, με είδε που στεκόμουν με τα κολάν μου και το φωσφοριζέ γιλέκο άπραγος και απελπισμένος, με φόρτωσε και με πήγε σε ένα ποδηλατάδικο. Δεύτερο θετικό της υπόθεσης: ήταν ανοικτό. Μισή ώρα μετά, βρισκόμουν ξανά στο σημείο της εκκίνησης με το De Rosa μου πανέτοιμο για δράση. Αλλά πια είχε πάει 09:15 και δεν υπήρχε καμία περίπτωση όχι να πιάσω τον Πέτρο και τον Αντρέα, αλλά ούτε καν αυτούς που ξεκίνησαν τελευταίοι από την Ελευσίνα, κατά τις 08:30 το πρωί. Κοινώς, είχα κατορθώσει το ακατόρθωτο: να βρίσκομαι στη θέση όπου θα έπρεπε να ολοκληρώσω ένα brevet εντελώς μόνος μου!
Για μένα, που ξύπνησα στις εξήμισι το πρωί και ήρθα ως εδώ κάτω μόνο και μόνο για να βγάλω μια μεγάλη προπόνηση με παρέα, αυτό το ενδεχόμενο απλά δεν έπαιζε. Οπότε αποφάσισα να κόψω δρόμο. Η κανονική διαδρομή περνούσε από Μάνδρα και Μελετάκι, πριν κατεβεί προς Νέα Πέραμο και συνεχίσει στην Παλιά Εθνική Οδό, εγώ θα έμπαινα απευθείας σ` αυτήν, μετά την Ελευσίνα, και θα ποδηλατούσα τα πρώτα 20 χιλιόμετρα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, μπας και προλάβαινα κάποιους ποδηλάτες. Η καλή μου τύχη, μετά την ψυχρολουσία στη λεωφόρο Θηβών, συνεχίστηκε με τον Ο.Φ.Ν.Ι. Η ποδηλατική ομάδα της Νέας Ιωνίας είχε βγει για προπόνηση στην ΠΕΟ Αθηνών – Κορίνθου, με άφησαν να κολλήσω πίσω τους και, τρέχοντας με ταχύτητα πάνω από 30 χιλιόμετρα την ώρα, σύντομα έφτασα στα Μέγαρα. Εκεί πετύχαμε τους πρώτους brevetάδες και κατάλαβα ότι είχα μείνει πολύ πίσω εξαιτίας όλης αυτής της καθυστέρησης, άρα μοιραία έπρεπε να συνεχίσω με το ρυθμό του Ο.Φ.Ν.Ι, ρισκάροντας να αδειάσω από δυνάμεις παρακάτω. Λίγο πριν φτάσουμε στην Κινέτα παρατήρησα ότι είχε κολλήσει ένας ακόμη ποδηλάτης από το brevet. Λογικά είχαμε παρόμοιες δυνατότητες, οπότε του πρότεινα να αφήσουμε τους “κανονικούς” ποδηλάτες και να συνεχίσουμε μαζί, σε ένα καλό, αλλά όχι εξοντωτικό ρυθμό.
Για τα επόμενα 15 χιλιόμετρα (και περίπου 1 ώρα) ο ρυθμός μας έπεσε απελπιστικά, αφού 2 ή 3 φορές τα παιδιά σταμάτησαν για ρυθμίσεις και επιδιορθώσεις. Τους είχα μόλις γνωρίσει, αλλά δεν ήθελα να φύγω μόνος.
Ο Βαγγέλης, όπως τον έλεγαν, αποδείχτηκε ιδανική παρέα. Τριαθλητής, στην ηλικία μου, αρχάριος κι εκείνος σε brevet, αλλά πιο οργανωμένος, αφού είχε εύκαιρο το χάρτη της διαδρομής (όχι σαν κι εμένα που τον είχα κρύψει), με βοήθησε -και τον βοήθησα- να βγάλουμε γρήγορα τα χιλιόμετρα μέχρι τον Ισθμό. Εκεί, στο 65ο από τα 202 της διαδρομής (με το μπρος πίσω σε Ελευσίνα, είχα καλύψει ακριβώς την ίδια απόσταση με το υπόλοιπο brevet, παρ` ότι είχα πάει από άλλο δρόμο), κάναμε ένα διαλειμματάκι και ο Βαγγέλης αποφάσισε να περιμένει κάποιους φίλους του που είχαν ξεμείνει πιο πίσω, οπότε ευγενικά μου πρότεινε να συνεχίσω χωρίς εκείνον, αν έβρισκα άλλη παρέα. Δεν είχα άλλη παρέα, οπότε αποφάσισα να περιμένω κι εγώ, αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Σήφης ο Δαλέζιος, ο κορυφαίος Έλληνας ποδηλάτης από 50 ετών και πάνω, με μερικά ακόμη παιδιά από το Ναύπλιο και το Άργος, που είχαν κι εκείνοι ξεκινήσει πολύ αργά από Ελευσίνα και ξέμειναν στην ουρά του brevet. Ο Δημοσθένης, ο πιο μικρός απ` όλους, έκανε ένα σχόλιο για το De Rosa μου, πιάσαμε κουβέντα, και τον ρώτησα αν μπορούσα να τους ακολουθήσω. Με δέχτηκαν πολύ ένθερμα στην παρέα τους, οπότε αποχαιρέτησα τον Βαγγέλη και συνέχισα μαζί τους.
Το ρολόι έγραφε πια 11:30, είχε βγει και μας έλουζε ένας τέλειος ήλιος, αλλά μετά από δύο ώρες καλής τύχης, η γκαντεμιά ξαναχτύπησε. Το καλώδιο του πίσω ντεραγιέ στο ποδήλατο του Χρήστου κόπηκε, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να πάει την υπόλοιπη διαδρομή με δύο μόνο ταχύτητες. Αλλά κι αυτό, μόνο αφού ο Σήφης του το σταθεροποίησε κάπως με μια πατέντα. Για τα επόμενα 15 χιλιόμετρα (και περίπου 1 ώρα) ο ρυθμός μας έπεσε απελπιστικά, αφού 2 ή 3 φορές τα παιδιά σταμάτησαν για ρυθμίσεις και επιδιορθώσεις. Τους είχα μόλις γνωρίσει, αλλά δεν ήθελα να φύγω μόνος. Αφ` ενός γιατί κάτι μου έλεγε ότι ήταν η καλύτερη παρέα για το υπόλοιπο της διαδρομής, αφ` ετέρου γιατί δεν ήξερα το δρόμο και δεν ήθελα να βγάζω και να κοιτάζω χάρτες κάθε λίγο και λιγάκι. Από την άλλη, γούσταρα και λίγο που κόψαμε ρυθμό, αφού πια άρχισα να χαζεύω τη διαδρομή (βρισκόμασταν πια στην ανηφόρα προς το Χιλιομόδι) αλλά και τους ανθρωπότυπους των brevetάδων, μιας φυλής άγνωστης για μένα, που η σχέση μου με την κούρσα ήταν, μέχρι το Σάββατο, μόνο μέσα από αγώνες.
Πιο χαλαροί και ξέγνοιαστοι από εμάς, τους “αθλητές”, έτρεχαν με ποδήλατα φορτωμένα με τεράστιες θήκες -απορούσα τι μπορεί να έκρυβαν μέσα σ` εκείνα τα “τσαντάκια του Sport Billy”- και φορούσαν ακόμη το ανακλαστικό τους γιλέκο, παρ` όλο που η θερμοκρασία έφτανε πια στους 20 βαθμούς και από πάνω μας δεν υπήρχε ούτε ένα σύννεφο.
Πιο χαλαροί και ξέγνοιαστοι από εμάς, τους “αθλητές”, έτρεχαν με ποδήλατα φορτωμένα με τεράστιες θήκες -απορούσα τι μπορεί να έκρυβαν μέσα σ` εκείνα τα “τσαντάκια του Sport Billy”- και φορούσαν ακόμη το ανακλαστικό τους γιλέκο, παρ` όλο που η θερμοκρασία έφτανε πια στους 20 βαθμούς και από πάνω μας δεν υπήρχε ούτε ένα σύννεφο. Όταν αποφάσισα να τρέξω στο brevet, είχα σκεφτεί να πάρω το παλιό μου ποδήλατο, ένα Trek φτιαγμένο περισσότερο για πολλά, ξεκούραστα χιλιόμετρα, παρά για ταχύτητα, και να το πάω όσο πιο χαλαρά γίνεται. Τελικά προτίμησα να κάνω μια καλή προπόνηση, αλλά από αυτό που φανταζόμουν ότι είναι μια σωστή προετοιμασία για brevet, κράτησα το “υπερφόρτωμα”. Δεν είχα μεν κάποια από τις τεράστιες θήκες (ακόμη και τσάντες σε πλάτες είδα) που έβλεπα γύρω μου, αλλά για τα δεδομένα μου, που έχω συνηθίσει να τρέχω όσο πιο ελαφρύς γίνεται, το τσαντάκι σκελετού που περιείχε το φαγητό μου (μπάρες και τζελάκια) και το κινητό, το τσαντάκι σέλας με τις σαμπρέλες και τα εργαλεία και, κυρίως, μια μπανάνα που έβαλα στη μέση με έξτρα φαγητό, ένα αδιάβροχο και ένα battery charger, ήταν μια κάπως γραφική υπερβολή.
Μ αυτά και μ` αυτά φτάσαμε επιτέλους στην Αρχαία Νεμέα, στο μέσο της διαδρομής και στον πρώτο έλεγχο των καρτών μας, κατά τη μία το μεσημέρι. Παραπάνω από μία ώρα αργότερα απ` όσο υπολόγιζα όταν αποφάσιζα να κάνω το brevet. Ήθελα να βγάλω καμιά φωτογραφία στα αρχαία, αλλά ήθελα πιο πολύ να είμαι πίσω στην Ελευσίνα πριν πέσει το σκοτάδι. Και το ίδιο ήθελαν ο Σήφης, ο Δημοσθένης, ο Χρήστος και η Κάλλια, οπότε φύγαμε σχεδόν αμέσως. Σε όλη την κατηφόρα μέχρι το Βραχάτι δεν προσπεράσαμε ούτε έναν ποδηλάτη. Όταν πια περάσαμε το Λέχαιο και πλησιάζαμε προς Κόρινθο, φτάσαμε έναν-δυο, αλλά ήταν σαφές πως το μεγάλο γκρουπ ήταν ακόμη αρκετά μπροστά μας και θα το πιάναμε αρκετά αργότερα, όσο γρήγορα κι αν πηγαίναμε. Και πηγαίναμε πια αρκετά γρήγορα. Όταν όμως φτάσαμε έξω από την Κόρινθο και ακόμη δεν βλέπαμε κανέναν, είπα μεταξύ σοβαρού και αστείου στους υπόλοιπους ότι μάλλον έχουμε χαθεί. Και τότε συνειδητοποίησα πως ούτε κι εκείνοι είχαν έρθει σωστά προετοιμασμένοι για τη διαδρομή. Ακριβώς όπως κι εγώ, είχαν κρυμμένες τις κάρτες τους με τις οδηγίες και δεν ήξεραν πού έπρεπε να στρίψουμε για να περάσουμε από το δεύτερο κοντρόλ. Κάποιοι, μάλιστα, δεν ήξεραν καν ότι είχαμε κοντρόλ στην Κόρινθο. Όταν ξαφνικά εντοπίσαμε ένα τεράστιο γκρουπ από ποδηλάτες να έρχεται από άλλο δρόμο, αρχίσαμε να γελάμε με τα χάλια μας. Ήταν σαφές πια ότι είχαμε πάρει λάθος δρόμο. Ρωτήσαμε το γκρουπ για το κοντρόλ, με τη ελπίδα ότι δεν το είχαμε φτάσει ακόμη, αλλά -προς μεγάλη μας απογοήτευση- μας ενημέρωσαν ότι ήταν πίσω. Αρκετά χιλιόμετρα πίσω. Η Κάλλια και ο Σήφης προτίμησαν να συνεχίσουν για Αθήνα -κι ας έβγαιναν άκυροι- κόβοντας και λίγο το ρυθμό τους, οπότε έμεινα εγώ με το Χρήστο και το Δημοσθένη, να τρέξουμε σαν τρελοί πίσω στην Κόρινθο, να βρούμε το κοντρόλ και να ξαναγυρίσουμε στην Παλιά Εθνική προς Αθήνα, πάντα με το άγχος να μη μας προλάβει η νύχτα…
Στα τελευταία πενήντα χιλιόμετρα, από τον Ισθμό ως τον τερματισμό, πιάσαμε ένα εκπληκτικό τέμπο, αποτέλεσμα κυρίως της προσπάθειας του Χρήστου, που ως άλλος Jens Voigt δεν έλεγε να φύγει από το κεφάλι του μικρού μας γκρουπ, “μαζέψαμε” πάρα πολλούς συμποδηλάτες και εξασφαλίσαμε ότι θα βλέπαμε ηλιοβασίλεμα ήρεμοι και ωραίοι, αφότου είχαμε τερματίσει. Σε ένα μυστικό κοντρόλ λίγο πριν το τέλος, έμαθα ότι όλη αυτή η προσπάθεια και τα παραπάνω χιλιόμετρα που έκανα, τυπικά δεν θα αναγνωρίζονταν. Γιατί; Είχε γίνει κι άλλο μυστικό κοντρόλ, στο κομμάτι της διαδρομής που “έκλεψα” το πρωί, παίρνοντας άλλο δρόμο για να προλάβω το brevet μετά τη ζημιά που έπαθα. Δεν είχε τύχει να το συζητήσουμε ως τότε και δεν είχα καταλάβει ότι θα τερμάτιζα άκυρος. Όχι ότι με ένοιαζε και πολύ. Είπαμε: δεν είχα έρθει στο brevet για το παράσημο, με ένοιαζε απλά να κάνω μια καλή προπόνηση. Και με τον Ο.Φ.Ν.Ι. στην αρχή, το Βαγγέλη στη συνέχεια και το γκρουπάκι του Δημοσθένη, του Χρήστου, του Σήφη και της Κάλλιας μετά, η προπόνηση ήταν η καλύτερη που θα μπορούσα να έχω κάνει.
Εννοείται ότι καταφέραμε να κάνουμε παραπάνω μέτρα ακόμη και στο τέλος, παίρνοντας λάθος δρόμο στο τελευταίο χιλιόμετρο για το λιμάνι. Γιατί έτσι. Γιατί μπορούσαμε! Τελικά έγραψα 215 χιλιόμετρα, αντί για 202. Στον τερματισμό πέτυχα τον Πέτρο και τον Αντρέα και τους διηγήθηκα την περιπέτειά μου. Ήταν τόσο αστείο. Όλη αυτή την ώρα ήταν λίγο μπροστά μου. Αν είχα τα τηλέφωνά τους, θα τους ενημέρωνα, θα με περίμεναν 10 λεπτά και θα συνεχίζαμε μαζί, όπως ξεκινήσαμε. Έβγαλα την απαραίτητη αναμνηστική φωτογραφία με το Δημοσθένη και το Χρήστο, φόρτωσα το ποδήλατο στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα για το σπίτι μου. Με λίγο πόνο στα οπίσθια και ένα μούδιασμα στον “αντρισμό” (εντάξει, όλα καλά, δουλεύει…). 9 ώρες μου πήρε να πάω από την Ελευσίνα στη Νεμέα και πίσω, οι 7 ώρες και 50 λεπτά εκ των οποίων ήταν πάνω στη σέλα. Αν ήταν αγώνας, θα ήμουν στην πρώτη εικοσάδα, αλλά είπαμε, δεν ήταν αγώνας. Ήταν μια μεγάλη, χορταστική και απολαυστική ποδηλατοβόλτα που μου έμαθε πολλά: Ότι πρέπει να είμαι πιο προσεκτικός, για τη δική μου ασφάλεια, με τον εξοπλισμό μου. Ότι είναι πάντα καλύτερα με παρέα -και αξίζει να θυσιάζεις κάποιους στόχους σου, αν είναι να μείνεις με την παρέα όσο περισσότερο γίνεται (α, και να έχεις τα τηλέφωνά τους). Ότι όλες οι διαδρομές είναι πιο ωραίες με το ποδήλατο. Οι εικόνες με τον ήλιο να χαμηλώνει στα δεξιά μας στην ΠΕΟ Αθηνών – Κορίνθου στο γυρισμό και να σβήνει στο λιμάνι της Ελευσίνας λίγο αφ` ότου φτάσαμε εκεί, θα μείνουν στη μνήμη μου για πολύ καιρό. Μέχρι το Σάββατο, απαξιούσα κάπως τα brevets, τα αντιμετώπιζα σαν μια δραστηριότητα για συνταξιούχους, σαν ένα “μπάσταρδο” αγώνα για όσους δεν μπορούν να κάνουν πραγματικό αγώνα. Μετά την περιπέτεια του Σαββάτου, θα τα εντάξω -όσο μπορώ- στην ποδηλατική μου ρουτίνα. Αν μη τι άλλο, γιατί οφείλω να τερματίσω κανονικά σε κάποιο, χωρίς να ακυρωθώ…