Jimmy: “Μπύρα Ba Muy Ba, η καλύτερη μπύρα στο Βιετνάμ”.
Garlick: “Μπύρα Ba Muy Ba, η μόνη μπύρα στο Βιετνάμ”.
Jimmy: “Δοκίμασέ την”.
Cronauer: “Τι συνέβη;”
Jimmy: “Φορμαλδεΰδη. Βάζουμε μια τόση δα δόση φορμαλδεΰδης για τη γεύση”.Good Morning Vietnam, του Barry Levinson (1987)
Η Ba Muy Ba φοράει σήμερα ένα μεγάλο “33 Export” στην κόκκινη ετικέτα. Και κρύβει στο μαύρο περιθώριο το όνομα που κορόιδευε ο Forest Whitaker. Είναι γραμμένο με γράμματα χρυσά τουλάχιστον. Φαντάζομαι ότι δεν βάζουν πια φορμαλδεΰδη στη μπύρα. Φορμαλδεΰδη βάζουν οι Κινέζοι στο Τσινγκτάο -και οι Βιετναμέζοι δεν τους πολυγουστάρουν τους Κινέζους. Επίσης τώρα πια έχουμε 2016, έχει περάσει μισός αιώνας από τότε που ο Robin Williams φώναζε “Good Morning Vietnam” στο μικρόφωνο και οι Βιετκόνγκ ανατίναζαν το μπαρ του Cu Ba Nguyen, που μετά το κινηματογραφικό του ντεμπούτο ως Jimmy Wah συνέχισε με δυο-τρεις αδιάφορες σειρές και κάτι απαράδεκτες ταινίες -κι αυτό ήταν, πάει ο Jimmy, κι ας τη γλίτωσε όταν έσκασε η βόμβα στο μαγαζί του. Η Σαϊγκόν του ’66 είχε GIs σε κάθε μπάρ. Η Χο Τσι Μινχ Σίτι του ’16 έχει γρήγορο Wi-Fi σε κάθε μπαρ. Φορμαλδεΰδη δεν έχουν πια οι μπύρες της Σαϊγκόν, κι η πόλη έχει αλλάξει όνομα εδώ και σαράντα χρόνια.
Φορμαλδεΰδη όμως έχουν κάτι μεγάλα βάζα, όχι πολλή ώρα μακριά από τους δρόμους με τα μπαρ. Φιλοξενούν έμβρυα με παραμορφώσεις από το Agent Orange, στο Μουσείο με τα Απομεινάρια του Πολέμου, το πιο ενδιαφέρον και παράξενο συνάμα, το πιο καταθλιπτικό, ζοφερό και την ίδια ώρα κωμικοτραγικό, μέσα στην εθνοκομμουνιστική του προπαγάνδα, αξιοθέατο στον κόσμο. Γιατί τα πάντα στο Βιετνάμ μετρώνται στην παγκόσμια κλίμακα: Μια από τις πιο όμορφες χώρες στον κόσμο, ένας από τους πιο πολυτραγουδισμένους πολέμους στον κόσμο. Και μια εικόνα, πολλές εικόνες, χιλιοτυπωμένες στο σελιλόιντ, σαν τους στίχους του Billy Joel από το “Good Night Saigon”.
We came in spastic / Like tameless horses
We left in plastic / As numbered corpsesGoodnight Saigon – Billy Joel, 1982
Αλλά ας μην παρασυρθώ στην αμερικανική αποτύπωση του δράματος. Ηρωική ή αντιπολεμική, τις εκδοχές της τις έχουμε χτυπημένες τατουάζ εδώ και χρόνια στα σωθικά μας, από τότε που ο Bruce Springsteen τραγουδούσε το “Born In The USA” κι ο Francis Ford Coppola έστελνε τον Martin Sheen να ανεβεί τον Ποταμό Μεκόνγκ και να βγάλει από τη μέση τον Marlon Brando. Τώρα πατάω ο ίδιος στη Σαϊγκόν και δεν υπάρχουν εκκωφαντικά Χιούι πάνω από το κεφάλι μου, αλλά εκατομμύρια παπάκια που ξεχύνονται στις διασταυρώσεις προς κάθε κατεύθυνση, αγνοώντας κόκκινα φανάρια, λωρίδες κυκλοφορίας, πεζοδρόμια. Το ότι όλοι οι οδηγοί τους φοράνε κράνος μοιάζει τόσο παράταιρο στην κυκλοφοριακή αυτή παράνοια -ή ένα ακόμη απομεινάρι πολέμου, κωμικοτραγικό κι αυτό. Τέλος όμως με τον πόλεμο, πάμε πίσω στην μπύρα.
Δεν βάζουν πια φορμαλδεΰδη, αλλά στην Pasteur Street (όνομα μπύρας), που απολαμβάνω στο Id (όνομα καφέ-μπαρ) στην Thu Khoa Huan (όνομα οδού), βάζουν γιασεμί. Θα σου κοστίσει κάτι παραπάνω από μια Bia Saigon του ενάμισι ευρώ (ή, την περίφημη 33, που έπιναν στο μπαρ του Jimmy το ’65), αλλά αξίζει τον κόπο να τη δοκιμάσεις. Έτσι κι αλλιώς, αναζητώντας την παραπάνω συγκίνηση στο nightlife της Χο Τσι Μινχ Σίτι, αγνοούμε (και σου προτείνουμε να μας ακολουθήσεις) επιδεικτικά την Bùi Viện και τα θορυβώδη μπαρ της με τους τουρίστες και τους ντόπιους να κάνουν κατάληψη στο δρόμο (σε ένα σκηνικό που θυμίζει Φαληράκι Ρόδου, ποτισμένο με την αγέρωχη υγρασία της Ινδοκίνας) και ανηφορίζουμε στη σκάλα του Broma, πάνω στο δρόμο – έμβλημα της πόλης, τη Nguyễn Huệ. Κάθε σκαλί που ανεβαίνουμε και κάθε απίθανη πορτούλα που διαβαίνουμε για να σκαρφαλώσουμε στην ταράτσα του μοιάζει με τη σύγχρονη εκδοχή της κατάδυσης σε κάποιο καταγώγιο που κάπνιζαν όπιο στην ίδια πόλη πριν εκατό χρόνια.
Έγραψα Ινδοκίνα πιο πάνω, οπότε φέρε την Catherine Deneuve στο μυαλό σου -ή δες την ταινία, αν δεν την έχεις δει ακόμη- να πίνει το όπιο και σκέψου ότι στην Τουλόν ή στη Μασσαλία, εκεί που έπιαναν τα καράβια γυρνώντας από τη γαλλική αποικία, τέτοια καταγώγια υπήρχαν μέχρι και πριν 70 ή 60 χρόνια. Στην ταράτσα του Broma, βέβαια, τίποτε δεν θυμίζει απαγορευμένο εθισμό. Η αδρεναλίνη που γεμίσαμε στην πορεία μέχρι εδώ πάνω, λαχταρώντας μια περιπέτεια à la Saigon των κινηματογραφικών και λογοτεχνικών μας αναφορών, δίνει τη θέση της στον ενθουσιασμό που θα συγχρωτισθούμε επιτέλους με την ακμάζουσα νεολαία της οικονομικής πρωτεύουσας του Βιετνάμ, που χαϊδεύει ποτήρια κοκτέιλ μέσα από κομψά μίνι φορέματα και κοκάλινα γυαλιά μυωπίας με φόντο το Times Square. Έτσι λέγεται το επιβλητικό κτήριο γραφείων στο φόντο, στην καρδιά μας πόλης που μίσησε τους Αμερικανούς όσο καμιά άλλη και μιας χώρας που παραμένει μία από τις πέντε όλες κι όλες στον κόσμο που η δημοκρατία τους έχει μόνο ένα κόμμα: το κομμουνιστικό.
Times Square. Έτσι λέγεται το επιβλητικό κτήριο γραφείων στο φόντο, στην καρδιά μας πόλης που μίσησε τους Αμερικανούς όσο καμιά άλλη και μιας χώρας που παραμένει μία από τις πέντε όλες κι όλες στον κόσμο που η δημοκρατία τους έχει μόνο ένα κόμμα: το κομμουνιστικό.
Οταν προσγειώθηκα στη Χο Τσι Μινχ Σίτι, ήταν 2 Σεπτεμβρίου. Η εθνική εορτή του Βιετνάμ. Το 1945, ο πατερούλης που έδωσαν 31 χρόνια μετά το όνομά του στην πόλη, διακήρυττε την ανεξαρτησία της πατρίδας του. Καμία ιαπωνική κατοχή, καμία γαλλική Ινδοκίνα, αυτή ήταν η αρχή του τέλους. Η Σαϊγκόν δεν θα ήταν ποτέ ξανά η πόλη που έχτισαν οι Γάλλοι, με τα βουλεβάρτα και τα μέγαρα να οδηγούν στον ομώνυμο ποταμό, το Majestic Hotel, τρία λεπτά με τα πόδια από το Broma, θα έχανε την αύρα του Graham Green και του “Ήσυχου Αμερικανού” που γράφτηκε στα τραπεζάκια πάνω στον πεζόδρομό του, οι ρομαντικοί ήρωες με τα ονόματα που τους ταιριάζει κάποια art nouveau γραμματοσειρά και τα λοιπά φαντάσματα των βιβλίων, των τραγουδιών και των ταινιών θα εξαφανίζονταν μονομιάς από μια Ινδοκίνα που δεν θα λεγόταν πια Ινδοκίνα και θα τους αντικαταστούσαν, μόνο για λίγο, κάποιοι πιτσιρικάδες λεγεωνάριοι, που θα ταξίδευαν ένα ωκεανό και μπόλικη ακόμη θάλασσα πιο δυτικά για να πολεμήσουν ένα πόλεμο που δεν κηρύχτηκε ποτέ, για να στοιχειώσουν τη δική μας γενιά με τους εφιάλτες τους και τους “Ελαφοκυνηγούς”, τα “Platoon” και τα “Nineteen” τους. Και πιο μετά, η περεστρόικα έφερε άλλες αλλαγές, πολλές και διάφορες, αλλά πάνω απ` όλες τους Modern Talking. Το μόνιμο soundtrack στα ταξί που με μεταφέρουν ανοίγοντας δρόμο με την κόρνα τους ανάμεσα στα παπάκια.
Κι αν πεινάσω, θα σταματήσω στο γυρισμό στη Ho Con Ruy, που νομίζω ότι τη λένε και Πλατεία της Χελώνας, αλλά δεν γνωρίζω γιατί, και θα δοκιμάσω δυο-τρεις από τις λιχουδιές που τηγανίζουν οι πλανόδιες μαγείρισσες, χωρίς να ξέρω τι παραγγέλνω.
Είναι μάταιο να ψάχνω για τη Σαϊγκόν που (νόμιζα ότι) ήξερα τούτη την ιδρωμένη νύχτα. Θα διώξω την κάψα της μακριά με ένα ακόμη ποτήρι Pasteur Street, θα αφήσω την (αμερικανική) ηλεκτρονική μουσική που παίζει ο DJ να με ταξιδέψει πάνω από τον ποταμό, μέχρι το An Phu και το Thao Den, με τα boutique ξενοδοχεία τους και τον real estate οργασμό τους, ανάμεσα στις σημαίες με τα σφυροδρέπανα και τα φωτεινά λαμπιόνια στις λεωφόρους που θυμίζουν την εθνική εορτή. Κι αν πεινάσω, θα σταματήσω στο γυρισμό στη Ho Con Ruy, που νομίζω ότι τη λένε και Πλατεία της Χελώνας, αλλά δεν γνωρίζω γιατί, και εκεί, δίπλα στους αρουραίους και στην πιτσιρικαρία που βουτάει τις πατούσες της στο συντριβάνι, θα δοκιμάσω δυο-τρεις από τις λιχουδιές που τηγανίζουν οι πλανόδιες μαγείρισσες, χωρίς να ξέρω τι παραγγέλνω. Και χωρίς να με πολυνοιάζει, αυτή τη βιαστική νύχτα σε αυτήν την ακαταλαβίστικη πόλη των αντιθέσεων.