Μεγαλώνοντας με τον Graydon Carter
To Grexit του Vanity Fair και πώς είναι να χάνεις ξαφνικά ένα σύντροφο ζωής, έστω κι αν δεν τον συμπάθησες ποτέ.
Τώρα μας έμεινε μόνο ο Γιώργος Παπαδάκης και το “Καλημέρα Ελλάδα”. Φαντάζομαι ότι στη δική του αποχώρηση, το κοινό του θα σοκαριστεί σαφώς περισσότερο απ’ ό τι του Graydon Carter τώρα. Αλλά και τα 25 χρόνια του τελευταία στο Vanity Fair είναι πολλά. Τόσα πολλά, που ήμουν πολύ μικρός για να τον παρακολουθήσω από την αρχή. Όταν ανέλαβε την πιο περίβλεπτη μηνιαία έκδοση, εγώ ακόμη διάβαζα Metal Hammer. Από τις αρχές των ’00s όμως και μετά, μήνας έμπαινε – μήνας έβγαινε, το editorial του Carter, ως εισαγωγή στο (για μεγάλες περιόδους) πιο αγαπημένο μου περιοδικό, ήταν μια μόνιμη, μια δεδομένη παρέα. Με τα χρόνια καθιερώθηκε στη συνείδησή μου ως κάτι που δεν αλλάζει. Δεν αναρωτήθηκα ποτέ πώς θα ήταν το Vanity Fair χωρίς τον ασημομάλλη εκδότη του επικεφαλής, ούτε καν τα τελευταία 5-6 χρόνια που είχε αρχίσει να με κουράζει.
Και τώρα ξαφνικά, θα μπει η νέα χρονιά και πάνω στην ώρα που θα καταφέρω να συγχρονίσω τους δικούς μου ρυθμούς ανάγνωσης με την περιοδικότητα της έκδοσης του τίτλου (έχω μείνει κάμποσους μήνες πίσω, αλλά ανακάμπτω ταχέως), θα έχουμε μια νέα εποχή στο Vanity Fair. Η αποχώρηση του Carter θα φέρει, φαντάζομαι, και αρκετές απολύσεις. Φημολογείται ότι ο βασικότερος λόγος για τον οποίον φεύγει είναι ότι δεν αντέχει άλλο την πίεση από το επιτελείο της Wintour για οικονομίες κλίμακος εντός της Conde Nast. Μαζί του, υποθέτω ότι θα εξαφανιστούν ή θα περιοριστούν και κάποιες από τις εμμονές του από την ύλη του περιοδικού: Οι Kennedys, η βασιλική οικογένεια του Ηνωμένου Βασιλείου, η Angelina Jolie…
Η αποχώρηση του Carter θα φέρει, φαντάζομαι, και αρκετές απολύσεις. Φημολογείται ότι ο βασικότερος λόγος για τον οποίον φεύγει είναι ότι δεν αντέχει άλλο την πίεση από το επιτελείο της Wintour για οικονομίες κλίμακος εντός της Conde Nast.
Αλλά και πάλι. Δεν είναι εκεί το θέμα. Ούτε στο ότι ο Πρόεδρος Trump θα απαλλαγεί από μία από τις πιο εχθρικές εναντίον του φωνές. Η συζήτηση, τουλάχιστον σ’ αυτό εδώ το blog, γίνεται για κάτι πιο πεζό. Για τη δύναμη της συνήθειας και το κενό που αφήνει οποιαδήποτε αλλαγή σε κάτι που θεωρείται δεδομένο. Ξαναρωτάω: Πώς θα νιώσει η μέση νοικοκυρά όταν πάρει σύνταξη ο Παπαδάκης; Όταν βαρεθεί η Μενεγάκη; Τι θ’ απογίνει ο μέσος φίλαθλος της Arsenal όταν ο Arsene Wenger αποφασίσει κάποια στιγμή ότι είναι too old for this shit;
Η σύγκριση με τον Παπαδάκη ξεκινάει από τα κοινά γενέθλια. Καλημέρα Ελλάδα ο ένας, Vanity Fair ο άλλος. Από το 1992 κι οι δύο. Το 1992, η Ρούλα ήταν 16 ετών όταν πρωτοείδε Παπαδάκη, στη Σαλαμίνα, μια μέρα που ήταν άρρωστη και δεν πήγε σχολείο. Και θα τον αποχαιρετίσει γιαγιά, κάνοντας baby-sitting στη μικρή Κυριακή, όταν η κόρη της η Μαίρη θα χωρίσει το Μάκη και θα αναγκαστεί να πιάσει ξανά δουλειά στον Σκλαβενίτη στο Μενίδι και να ξυπνάει από τις 6μιση το πρωί. Η αντίδρασή της στο αντίο του Παπαδάκη θα είναι πολύ διαφορετική από εκείνου του γόνου της καλής οικογένειας με το παλιό, ολλανδικό όνομα, από το Upper East Side, που ζει τώρα το Grexit του Vanity Fair. Όχι μόνο λόγω διαφορετικών παραστάσεων. Το χάσμα θα υπάρχει και για έναν ακόμη λόγο: Γιατί τον Παπαδάκη ή τον γουστάρεις και τον βλέπεις ή δεν τον γουστάρεις και δεν τον βλέπεις. Ενώ, για να διαβάσεις Vanity Fair δεν είναι προαπαιτούμενη η συμπάθεια στον Carter.
Tον Παπαδάκη ή τον γουστάρεις και τον βλέπεις ή δεν τον γουστάρεις και δεν τον βλέπεις. Ενώ, για να διαβάσεις Vanity Fair δεν είναι προαπαιτούμενη η συμπάθεια στον Carter.
Εγώ, για παράδειγμα, δεν τον συμπάθησα ποτέ. Και δεν νομίζω ότι αυτή η δυσκολία είναι αποκλειστικά δική μου υπόθεση (αν και τρέφω αντιπάθεια και για τον άλλον εκδότη, του οποίο του περιοδικό διαβάζω ανελλιπώς -τον Tyler Brûlé του Monocle). O Carter, πέρα από τις εμμονές που ανέφερα παραπάνω (Ελισάβετ και οικογένεια, Kennedys, Trump κλπ), είχε ένα μοναδικό τρόπο να αποδρά από το σοφιστικέ προφίλ που κουβαλούσε by default και να γίνεται γριά κατίνα. Όχι του επιπέδου της lady dowager του Downton Abbey, δυστυχώς, κάτι που απολαμβάναμε χωρίς ενοχές. Αλλά γριά κατίνα σκέτο. Στην πιο ακραία του μορφή αυτό το φαινόμενο θα μπορούσε μέχρι και να οδηγήσει κάποιον να συμπαθήσει τον Trump, ας πούμε, έτσι άχαρα και άκομψα που εξαπέλυε τις επιθέσεις εναντίον του ο Carter, ειδικά από την περίοδο που οσφραινόταν την πιθανή αποτυχία της Clinton στις εκλογές. Με ενοχλούσε και το πόσο σνομπ μπορούσε να γίνει με τόσα διαφορετικά θέματα (ο ηγέτης, βέβαια, του σνομπισμού παραμένει ο Brûlé) ή το πόσο εύκολα έβρισκε αφορμές για να αυτοδιαφημιστεί και να μας πουλήσει τις γνωριμίες του σαν καθρεπτάκια σε ιθαγενείς.
Αλλά και πάλι: Για να διαβάσεις Vanity Fair δεν είναι προαπαιτούμενη η συμπάθεια στον Carter, όπως έγραψα παραπάνω. Από μόνος του ο τίτλος κουβαλούσε τόσο κύρος και τέτοια standards, που ακόμη και στα πιο βαρετά του, τα τελευταία χρόνια, ήταν ένα περιοδικό κλάσεις ανώτερο από τη μεγάλη πλεινότητα όσων έχουν απομείνει στην αγορά. Ακόμη και μετά τις επερχόμενες περικοπές, θεωρώ ότι το Vanity Fair θα παραμείνει εκεί ψηλά. Ακόμη κι αν χάσει τις υψηλές διασυνδέσεις του Carter στο Hollywood, στις καλές οικογένειες της Νέας Υόρκης και στο δημοκρατικό κόμμα, το πιο πιθανό είναι ότι θα αναζωογονηθεί, ψάχνοντας για νέα ενέργεια εκεί που τα πράγματα θα το οδηγήσουν από μόνα τους (ήδη στο ετήσιο New Establishment του έχουν αρχίσει να κυριαρχούν τα παιδιά με τα t-shirts από τη Silicon Valley) και σύντομα ο Graydon Carter θα είναι απλά η ανάμνηση μιας συγκεκριμένης περιόδου του τίτλου, με πολύ σαφή χαρακτήρα αλλά ελάχιστα περιθώρια για εκπλήξεις.
Μην κλείσω όμως με τρόπο που να φαίνεται ότι δεν θα μου λείψει καθόλου. Ήταν ωραία αυτά τα 25 (ή, για μένα, περίπου 14) χρόνια. Κύριε Graydon, προερχόμαστε από δύο εντελώς διαφορετικά σύμπαντα και όσο μεγάλωνα, κάπου την παράτησα την προσπάθεια να προσπαθήσω να σε συμπαθήσω, αλλά αυτή η κοινή μας αγάπη για τα περιοδικά αποδείχτηκε πιο γερός κρίκος από κάθε συναίσθημα. Σας ευχαριστώ για τις εμπειρίες και σας εύχομαι κάθε τύχη στο επόμενό σας βήμα -ελπίζω να μην εγκαταλείψετε τελείως τον Τύπο για χάρη των εστιατορίων και των ταινιών σας.