Μεγαλώνοντας με τους Belle & Sebastian
20 χρόνια μελαγχολικών πάρτι.
Aν υπήρχε το Spotify πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ’90, είμαι σίγουρος ότι θα μου έβγαζε κάθε χρονιά το ίδιο αποτέλεσμα σ’ εκείνο το καταληκτικό, shareable infographic με το τι άκουγα περισσότερο τους προηγούμενους 12 μήνες. Οι Belle & Sebastian δεν ήταν το αγαπημένο μου συγκρότημα, δεν είχε καν θέση στη «θεία πεντάδα» που είχα χρίσει στα ‘90s και είχα δώσει υπόσχεση στον εαυτό μου να δω τουλάχιστον μια φορά στη ζωή μου live (Pearl Jam, Smashing Pumpkins, Afghan Whigs, Suede και Queensryche), αλλά ήταν το πιο ευκολόπιοτο απ’ όλα, εκείνο με το οποίο μπορούσα πιο άνετα να ταυτιστώ.
Ένιωθα ότι οι Belle & Sebastian δεν έγραφαν μουσική για κάποιο ανώτερο σκοπό, αλλά για τα απλά καθημερινά πράγματα –ότι, π.χ. έκανα πρωταθλητισμό στις ημιαντοχές κι άρα έπρεπε να είμαι πολύ λεπτός (και ποια γκόμενα θα ήθελε ένα τέτοιο αγόρι;). Οι Belle & Sebastian είχαν, πλάκα πλάκα, γράψει τραγούδι που το έλεγαν “The Stars Of Track & Field”, όπου σταρ ήταν ένας μέτριος δισκοβόλος του πανεπιστημιακού πρωταθλήματος, οπότε με είχαν κάνει αυτόματα 100% δικό τους. Συν τοις άλλοις, ήταν τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής μου καριέρας και η ήπια, χωρίς πολλές κορυφώσεις, μουσική τους ήταν το ιδανικό soundtrack για το γραφείο.
Tα χρόνια πέρασαν, πήρα επιτέλους κιλά, η επαγγελματική καριέρα σκότωσε και την όποια αθωότητα και σταμάτησα πια να ταυτίζομαι τόσο με τους ήρωες των τραγουδιών των Belle & Sebastian. Ήταν κι η ξενέρωτη συναυλία τους στο Γουδί (το φθινόπωρο του 2002, αν δεν κάνω λάθος), ήταν και που σ’ εκείνη τη δεκαετία εξευγένισαν κάπως το στυλ τους τόσο μέσω της παραγωγής, όσο και μέσω συγκεκριμένων συνθετικών τους επιλογών, που με απομάκρυναν λίγο παραπάνω. Αλλά στο μεταξύ, οι Belle & Sebastian είχαν πια γίνει σταρ, ενώ εκείνος ο εφηβικός έρωτας δεν θα μπορούσε να χαθεί εύκολα. Υπήρχε κι εκείνο το εγωιστικό «ναι, αλλά εγώ τους είχα ανακαλύψει πρώτος».
Με αγωνία λοιπόν ρουφούσα κάθε φορά όποια είδηση χωρούσε το όνομά τους (το είχαν εμπνευστεί, ως γνωστόν, από μια γαλλική παιδική σειρά των ‘60s με πρωταγωνιστές ένα αγόρι και τη σκυλίτσα του, που πέρσι τέτοια εποχή έγινε και –μέτρια- κινηματογραφική ταινία) και συνεχίζω μέχρι σήμερα. Κι ας είναι οι περισσότερες απογοητευτικές πια, ή απλά αδιάφορες. Οι Belle & Sebastian θα είναι για μένα το σχολικό αμόρε που ποτέ δεν ευτύχησα να ζήσω, αυτό που και πενήντα χρόνια μετά, θεωρητικά, πενήντα κιλά πιο παχύ και πενήντα οκτάβες πιο μπάσο στη φωνή, θα συνέχιζα να λατρεύω με μια μανία διαφορετική από τον έρωτα, με μια εκτίμηση που είναι αδύνατο να τη σβήσει ο χρόνος.
Τα δύο πρώτα τους άλμπουμ και τα τρία ιστορικά τους EPs τα απολαμβάνω με την ίδια αγαλλίαση ακόμη και σήμερα, δύο δεκαετίες μετά. Aλλά κάτι έχω να θυμηθώ, να με συγκινήσει, να με κάνει να χαμογελάσω κι από τα υπόλοιπα. Αξίζει, νομίζω, να ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στην ως τώρα δισκογραφία τους:
1996 – “Tigermilk”
Στην ουσία ήταν η διπλωματική του Stuart Murdoch, ένα άλμπουμ – εργασία για τη σχολή του, που τύπωσε στην αυτοσχέδια δισκογραφική του, την Electric Honey Recordings, αλλά ξαφνικά άρχισε να συζητά γι’ αυτό όλη η alternative Βρετανία. Σύντομα ο Murdoch (και οι Sarah Martin στο βιολί, Stevie Jackson στην κιθάρα, Chris Geddes στα πλήκτρα, Stuart David στο μπάσο, Richard Colburn στα ντραμς και βέβαια η λατρεία Isobel Campbell στα φωνητικά και το τσέλο) βρέθηκαν με ένα συμβόλαιο στην ανεξάρτητη Jeepster και η μπάντα που είχαν φτιάξει στο Πανεπιστήμιο για το χαβαλέ τους έγινε το επάγγελμά τους. Αρκεί να ακούσει κανείς το “The State I Am In” για να βουτήξει στα βαθιά της ιδιοσυγκρασιακής chamber pop / alternative rock τους, με όλη τη μελαγχολία – σήμα κατατεθέν στο τραγούδι του Murdoch και όλη την ανάταση που χαρίζει στην ψυχή σου η υπόλοιπη μπάντα, έτσι όπως τον πλαισιώνει. Αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει κομμάτι σ’ εκείνο το δίσκο που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αριστούργημα. Κλασικό άλμπουμ των πέντε αστεριών στα πέντε.
1996 – “If You’re Feeling Sinister”
Πρακτικά αυτό ήταν το ντεμπούτο τους, αφού το “Tigermilk” το είχαν ακούσει πολύ λίγοι. Σε σχέση με το “Tigermilk”, έχουν κατασταλάξει ακόμη περισσότερο στο είδος μουσικής που θέλουν να παίζουν (κάτι μεταξύ Donovan, Simon & Garfunkel, Burt Bacharach και Smiths), ενώ η λεπτή ειρωνεία –σκωτσέζικο χιούμορ για άλλους- στους στίχους έχει αρχίσει να γίνεται πιο έντονη. Ακόμη ένα άλμπουμ που δεν πετάς ούτε ένα κομμάτι, και μια πραγματική έκπληξη για το κοινό της εποχής, που παρ’ ότι ήμασταν εθισμένοι στη grunge, μείναμε με το στόμα ανοιχτό και ψάξαμε να μάθουμε τα πάντα γι’ αυτούς (και ν’ ανακαλύψουμε, βέβαια, την ωμή μαγεία του “Tigermilk”)
1997 – “Dog On Wheels” (EP)
1997 – “Lazy Line Painter Jane”
1997 – “3.. 6.. 9 Seconds of Light”
Μερικά από τα πιο σπουδαία κομμάτια που έγραψαν ποτέ βρίσκονται σ’ αυτά τα τρία EPs που κυκλοφόρησαν όσο ακόμη ο ντόρος γύρω από το “If You’re Feeling Sinister” ήταν μεγάλος και όσο η μανία για μια από τις αρχικές κόπιες του “Tigermilk” το είχε φτάσει να πωλείται 75 λίρες. Αλλά πιο σημαντικό για τον μύθο των Belle & Sebastian είναι το ίδιο το γεγονός ότι έβγαλαν τρία ολόκληρα EPs σε ένα χρόνο και τόσο κοντά στα δύο προηγούμενα και το επόμενό τους άλμπουμ. Πρακτικά, αν τα συνδέσεις, φτιάχνουν ένα ακόμη αριστουργηματικό δίσκο, από τον οποίο –ακόμη μια φορά- δεν υπάρχει ούτε ένα κομμάτι που να σου πάει η καρδιά να χαρακτηρίσεις ως ο,τιδήποτε κατώτερο του «φανταστικού». (To 2005, τα τρία EPs και κάποια b-sides μαζεύτηκαν στο “Push Barman To Open Old Wounds”, που αν είχε κυκλοφορήσει ως άλμπουμ το 1997 θα ήταν σίγουρα το magnum opus των Belle & Sebastian).
1998 – “The Boy With The Arab Strap”
Η απόφαση του Murdoch να δώσει περισσότερο χώρο στη φωνή της Campbell μας γνωρίζει ένα ακόμη είδωλο, αλλά αλλάζει κάπως το στυλ των Belle & Sebastian προς το πιο γλυκερό. Το άλμπουμ δεν το λες και μέτριο, απλά πατάει στα πειράματα που είχαμε ακούσει στα τρία EPs που προηγήθηκαν, χωρίς να χτίζει κάτι επάνω τους. Υπάρχουν, εννοείται, αρκετά κομμάτια που μένουν αναλλοίωτα στη μνήμη, όπως το ομώνυμο, αλλά γεννιέται για πρώτη φορά και η υποψία ότι οι Belle & Sebastian κάηκαν νωρίς, γράφοντας άπειρο υλικό που θα είναι πολύ δύσκολο να εξελίξουν στην πορεία.
2000 – “Fold Your Hands Child, You Walk Like a Peasant”
Οι Belle & Sebastian εξελίσσονται όλο και περισσότερο σε γκρουπ, παρά σε project του Stuart Murdoch, πράγμα που από τη μία φέρνει νέους ήχους και ανοίγει νέους δρόμους στη μπάντα, από την άλλη έχει ως αποτέλεσμα ένα άλμπουμ με μεγάλες ανισότητες. Πώς να συγκριθεί το συγκλονιστικό “I Fought in a War” που ανοίγει το δίσκο, με το επιπόλαιο “The Model” που ακολουθεί, για παράδειγμα; Τουλάχιστον η φωνή της Campbell έχει εξελιχθεί σ’ αυτό το αιθέριο άγγιγμα μιας νεράιδας και μας κάνει να χανόμαστε κάθε φορά που παίρνει εκείνη την πρωταγωνιστικό ρόλο.
2002 – “Storytelling”
Eυχάριστο, instrumental soundtrack μιας ταινίας που περισσότερο έμεινε γνωστή επειδή τη μουσική της την έγραψαν οι Belle & Sebastian. Δεν προσθέτει, ούτε όμως αφαιρεί, κάτι ουσιαστικό στην ιστορία τους.
2003 – “Dear Catastrophe Waitress”
O Murdoch ξαναπαίρνει τα ηνία των Belle & Sebastian, αναλαμβάνοντας και πάλι τις περισσότερες συνθέσεις, δίνοντας έτσι μια σαφή δομή στο άλμπουμ (κάτι που έλειπε κάπως από το “The Boy With The Arab Strap” και πολύ από το “Fold Your Hands Child…”), αλλά έχει φροντίσει να υιοθετήσει στη μουσική του πολλές από τις ιδέες των συνεργατών του. Η στροφή των Belle & Sebastian μακριά από τη μελαγχολία και προς ένα πιο καλοκαιρινό, indie pop ιδίωμα, αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη και το καλύτερο δώρο προς μια νέα γενιά οπαδών που άκουγαν για το μεγαλείο τους, αλλά δεν είχαν εκτεθεί σε κάτι με το οποίο να μπορούν να δεθούν άμεσα. Οι παλιότεροι, όμως, κάπως αρχίζουμε να νιώθουμε εκτός παιχνιδιού. Κρατάμε το “Piazza, New York Catcher” ως την τελευταία μεγάλη στιγμή των Belle & Sebastian κι αρχίζουμε να χρησιμοποιούμε τα νέα άλμπουμ ως μια αφορμή για να θυμηθούμε τα παλιά. Επίσης, η Isobell Campbell δεν είναι πια μαζί μας, αφού έφυγε πριν το “Dear Catastrophe Waitress” για να ακολουθήσει σόλο καριέρα. Και, δυστυχώς, η φωνή της Sarah Martin δεν μπορεί να την αντικαταστήσει.
2006 – “The Life Pursuit”
Ο εξευγενισμός του ήχου τους και η στροφή στην pop ολοκληρώνεται εδώ, αποξενώνοντας εντελώς την παλιά γενιά (τη δική μου) οπαδών τους. Τα πρόσθετα στοιχεία είναι περισσότερο από το είδος του glam rock, αλλά το να φαντάζεσαι τον Stuart Murdoch σαν Marc Bolan ακούγεται λίγο αστείο. Οι μελαγχολικές του στιγμές είναι πια η παρένθεση και όχι ο κανόνας και το “The Life Pursuit” ξεχωρίζει ως το χειρότερό τους άλμπουμ.
2010 – “Write About Love”
Χωρίς να αλλάξουν ιδιαίτερα μουσική κατεύθυνση σε σχέση με το “The Life Pursuit”, οι Belle & Sebastian καταφέρνουν να σώσουν την παρτίδα με το “Write About Love”. Σαν το προηγούμενο να ήταν το πείραμα, από το οποίο έβγαλαν τα συμπεράσματα που χρειάζονταν για να πετύχουν το σωστό αποτέλεσμα του παρόντος. Εστιάζοντας ακόμη περισσότερο στις αναφορές τους στην αισθητική των ‘60s, διατηρούν μεν την διάθεση του πάρτι, αλλά στους τοίχους του σπιτιού που το φιλοξενεί έχουν κρατήσει μια παλιά, ταλαιπωρημένη από την σκωτσέζικη υγρασία, ταπετσαρία. Η ρήξη πάντως με τους Belle & Sebastian της δεκαετίας του ’90 είναι πια οριστική και τα λίγα κομμάτια που θυμίζουν το τότε στυλ τους, στερούνται της συνθετικής έμπνευσης για να μπορούν να σταθούν δίπλα στα μεγαλεία του παρελθόντος.
2015 – “Girls In Peacetime Want To Dance”
Δεν το έχω ακούσει ακόμη εξαντλητικά –και φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρω. Κυκλοφόρησε στις 19 Ιανουαρίου και είναι, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Μάρκος Φράγκος: «…πανάλαφρο σαν φτερό, από εκείνα τα πούπουλα που ταξιδεύουν στον αέρα αμέριμνα και δεν γειώνονται ποτέ. Το ότι το άλμπουμ των Belle & Sebastian είναι πανάλαφρο δεν αποτελεί από μόνο του πρόβλημα. Το ότι οι Belle & Sebastian εξορίζουν τη λεπτή μελαγχολία τους μετά από 20 χρόνια συνεπούς θητείας τους σε αυτήν και βγαίνουν χαρούμενοι και χορευτικοί, μπορεί να γίνει πρόβλημα για εκείνους που δεν έχουν συμβιβαστεί με την ηλιόλουστη μεριά της ζωής». Διαφωνώ μόνο με τη «συνέπεια στη μελαγχολία», αφού η απομάκρυνση από αυτήν ήταν μια συνειδητή κίνηση της τελευταίας δωδεκαετίας. Το νέο άλμπουμ δεν φτάνει στα «κουκουρούκου» επίπεδα του “The Life Pursuit”, αλλά δεν καταφέρνει να γίνει και όσο σφιχτό μπόρεσε να είναι το “Write About Love”. Ίσως γιατί παραείναι μοντέρνο, με ηλεκτρονικά στοιχεία (από τους Simon & Garfunkel έφτασαν να έχουν επιρροές από Pet Shop Boys), για πρώτη φορά τόσο έντονα, ίσως γιατί εγώ πια έχω μεγαλώσει πολύ και παραέχω έντονες αναμνήσεις από μια πολύ μακρινή εποχή των Belle & Sebastian, 20 χρόνια πίσω…