Πριν πενήντα χρόνια, την ίδια εβδομάδα με σήμερα, ο Lyndon Johnson ανακοίνωσε στον έκπληκτο αμερικανικό λαό την απόφασή του να μην διεκδικήσει την επανεκλογή του στην Προεδρία των ΗΠΑ, ανοίγοντας το δρόμο -μέσω και της δολοφονίας του Robert Kennedy μετά από λίγους μήνες- εμμέσως στον Richard Nixon. O James Earl Ray σκότωνε τον Martin Luther King Jr., μετατρέποντάς τον στον απόλυτο μάρτυρα του αγώνα για τα δικαιώματα των αφροαμερικανών. Τα αμερικανικά στρατεύματα στο Βιετνάμ, στο μεταξύ, αυξάνονταν στους 550.000 άνδρες, το μεγαλύτερο νούμερο που έφτασαν ποτέ, στην κορύφωση του δόγματος «χώνουμε τη μύτη μας στις υποθέσεις των άλλων και προσποιούμαστε ότι δεν ασχολούμαστε καν».
Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εβδομάδα, ειδικά αν ήσουν Αμερικανός. Υπήρχε ένας ακόμη λόγος: Στις 3 Απριλίου του 1968 ξεκίνησε να προβάλεται στους κινηματογράφους ένα από τα πιο αναπάντεχα blockbusters όλων των εποχών: Το “2001: A Space Odyssey” του Stanley Kubrick. Πρόκειται για τη σημαντικότερη ταινία του Kubrick και μια από τις σημαντικότερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου.
Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εβδομάδα, ειδικά αν ήσουν Αμερικανός. Υπήρχε ένας ακόμη λόγος: Στις 3 Απριλίου του 1968 ξεκίνησε να προβάλεται στους κινηματογράφους ένα από τα πιο αναπάντεχα blockbusters όλων των εποχών: Το “2001: A Space Odyssey” του Stanley Kubrick.
Μια επισήμανση εδώ: Προσπαθώ να δώσω στον όρο «σημαντικότερος» όσο πιο αντικειμενική αξία γίνεται. Προσωπικά, για παράδειγμα, δεν την κατατάσσω ανάμεσα στις αγαπημένες μου. Το “Paths of Glory” (ελληνικός τίτλος: «Σταυροί στο Μέτωπο»), ας πούμε, με τη σκηνή της επέλασης στον Ant Hill και, βέβαια, με το καθηλωτικό, απίστευτα ανθρώπινο σε μια απίστευτα απάνθρωπη ταινία, φινάλε με τη Γερμανίδα αιχμάλωτη να τραγουδά στους Γάλλους στρατιώτες, σε ένα μπαρ κάπου δίπλα στη no man’s land του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μού λέει πράγματα που μου προκαλούν ρίγος ξανά και ξανά. Και η «Λάμψη» ή το «SOS Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα», ακόμη και το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» μέσα στην υπερβολή του, με καθήλωναν (και συνεχίζουν να με καθηλώνουν) περισσότερο από την «Οδύσσεια του Διαστήματος» με τις υπερβολικά μεγάλες σε διάρκεια σκηνές της και τις εσκεμμένα δυσεξήγητες αλληγορίες της. Αλλά, (πάμε πάλι:) αντικειμενικά, το “2001: A Space Odyssey” είναι όντως μια από τις σημαντικότερες ταινίες όλων των εποχών.
Κι αυτή είναι μια λίστα με τους σημαντικότερους λόγους:
Η απεικόνιση του διαστήματος και των ανθρώπων που ταξιδεύουν σ’ αυτό:
Το Space Odyssey είναι ο «κανόνας». Από τη μία γιατί το σενάριο (και το συνοδευτικό βιβλίο) γράφτηκαν από τον τεράστιο Arthur C. Clarke, από την άλλη γιατί ο Kubrick ήταν τελειομανής σε βαθμό κακουργήματος. Το 1968, το πάθος του κοινού για το διάστημα ήταν πολύ πιο έντονο απ’ ότι είναι σήμερα. Κι ο Kubrick κατάφερε με την ταινία του να ταξιδέψει τους πάντες σε ένα διαπλανητικό ταξίδι, με όσο πιο ρεαλιστικούς όρους μπορούσε.
Το διάστημα του Kubrick είναι απέραντο, ήσυχο, καθάριο. Μοιάζει με το διάστημα των σχολικών μας βιβλίων. Είναι ένα σύμπαν προς εξερεύνηση. Σχεδόν φιλόξενο. Προκαλεί το θεατή να ταξιδέψει μέσα του. Δεν έχει ακόμη κατακτηθεί τόσο πολύ από τον κινηματογραφικό φακό που να χρειάζεται να δείξει τρομακτικό, α λα “Alien” ή ζοφερό, α λα “Blade Runner” για να εντυπωσιάσει.
Το διάστημα του Kubrick είναι απέραντο, ήσυχο, καθάριο. Μοιάζει με το διάστημα των σχολικών μας βιβλίων. Είναι ένα σύμπαν προς εξερεύνηση. Σχεδόν φιλόξενο. Προκαλεί το θεατή να ταξιδέψει μέσα του.
Το πώς ο Kubrick χειρίζεται την έλλειψη βαρύτητας, τις διαστάσεις, τη σχετικότητα του χρόνου, ακόμη και το ότι τα βίντεο της ταινίας είναι τετράγωνα ή όρθια και προβάλλονται κάποιες φορές από tablets είναι απλά συγκλονιστικό. Ο σκηνοθέτης εξερευνά ένα (όχι και τόσο μακρινό) μέλλον και καταφέρνει να το αναπαραστήσει σαν να είχε στη διάθεσή του χρονομηχανή και να ταξίδεψε όντως ως το 2001. Η ταινία πήρε πάνω από τέσσερα χρόνια να γυριστεί, γιατί ο Kubrick ήθελε και το παραμικρό της στοιχείο να έχει λογική. Αυτό που κατάφερε είναι ότι ακόμη και σήμερα, μισό αιώνα (50 χρόνια! Μια αιωνιότητα, με τεχνολογικούς όρους) από την πρώτη της προβολή, η «Οδύσσεια του Διαστήματος» να περνάει χωρίς να προκαλεί μειδιάματα στο κοινό που έχει πια συνηθίσει σε ιδέες όπως το Space X του Elon Musk και που ζει μια παράλληλη πραγματικότητα στις οθόνες των smartphones του.
Η μάχη της τεχνητής νοημοσύνης εναντίον του ανθρώπου:
Δεν θα ήταν «Οδύσσεια» αυτό που περιγράφεται στην ταινία, αν δεν υπήρχε η όλη ιστορία με τον HAL 9000 (για μένα, πολύ πιο ενδιαφέρουσα υπο-υπόθεση από την κεντρική, και λίγο δυσνόητη, υπόθεση της ταινίας). Όταν ο άνθρωπος τελικά καταφέρνει να νικήσει το τέρας που ο ίδιος δημιούργησε, ο Hal ψιθυρίζει «φοβάμαι». Έχει ήδη αναπτύξει συναισθήματα και νιώθει φόβο για το τέλος του.
Πόσο συναρπαστικό, επίσης, που στα 50ά γενέθλια της ταινίας η συζήτηση αυτή είναι πιο ζωντανή από ποτέ (με τον Elon Musk, αυτόν πάλι, να πρωταγωνιστεί, μπροστάρης στον αγώνα κατά της τεχνητής νοημοσύνης). Βέβαια, θα πει κάποιος, αυτό ήταν έμπνευση του Clarke κι όχι του Kubrick. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι: Ένας λόγος που οι παραγωγοί και το προσωπικό της ταινίας, ακόμη κι ο ίδιος ο Clarke, έζησαν μια ψυχολογική οδύσσεια, μέχρι να φτάσει η κινηματογραφική «Οδύσσεια» στις αίθουσες, ήταν η συνεχής απαίτηση του Kubrick για νέες ιδέες και η ρευστότητα του σεναρίου. H ιστορία με τον HAL 9000 δεν υπήρχε στην αρχική δομή σεναρίου που έδειξε ο Clarke στον Kubrick τα Χριστούγεννα του 1964. H συζήτηση για την τεχνητή νοημοσύνη έγινε εμμονή στον σκηνοθέτη στη συνέχεια, και όχι μόνο μπήκε στην ταινία, αλλά κάλυψε το μεγαλύτερο κομμάτι της. Ο Kubrick θα επανερχόταν στο θέμα αυτό κι αργότερ, στην τελευταία του ταινία, που δεν ολοκλήρωσε ποτέ, το “A.I. Artificial Intelligence”, που τελικά ανέλαβε να φέρει εις πέρας (όχι πολύ πετυχημένα) ο Steven Spielberg.
H ιστορία με τον HAL 9000 δεν υπήρχε στην αρχική δομή σεναρίου που έδειξε ο Clarke στον Kubrick τα Χριστούγεννα του 1964. H συζήτηση για την τεχνητή νοημοσύνη έγινε εμμονή στον σκηνοθέτη στη συνέχεια, και όχι μόνο μπήκε στην ταινία, αλλά κάλυψε το μεγαλύτερο κομμάτι της.
Η αφηγηματολογία της:
Το πώς ο Kubrick σπάει την ταινία στα τέσσερα και το πώς συνδέει αυτά τα κομμάτια μεταξύ τους (ακόμη κι αν αφήνει τόσα αναπάντητα ερωτήματα στο τέλος, και μάλιστα επίτηδες) πήγε τον τρόπο που σκέπτονται οι σκηνοθέτες για το πώς θα πουν την ιστορία τους σε εντελώς άλλο επίπεδο. Ξαναλέω: Η ταινία είναι 50 ετών! Δίπλα στα άλλα αριστουργήματα της δεκαετίας του ’60 μοιάζει να έρχεται από μια εντελώς άλλη εποχή. Τι σχέση έχει με τον «Λώρενς της Αραβίας», την «Ωραία μου Κυρία», το «Ψυχώ», το «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος», ας πούμε; Μισό αιώνα αργότερα και εύκολα θα πίστευες (αν έκοβες τα απαρχαιωμένα οπτικά εφέ του τέταρτου μέρους της) ότι την έχει γυρίσει ένας Nolan ή ένας Lynch.
Η μουσική της επένδυση:
Αυτό δεν ήταν κάποια καινοτομία, βέβαια. Ο τρόπος που χειρίζεται τη μουσική ο Kubrick σε όλες του τις ταινίες ήταν μοναδικός. Απλά εδώ ξεπέρασε τον εαυτό του. Και το κάνει, αγνοώντας την πετυχημένη συνταγή του πρωτότυπου soundtrack. Αντ’ αυτού, ανθολογεί εκλεκτές στιγμές της κλασικής μουσικής και της τοποθετεί μαγικά στα σημεία της ταινίας που την εκτοξεύουν στη σφαίρα του υπερ και πολυθεάματος.
Aνθολογεί εκλεκτές στιγμές της κλασικής μουσικής και της τοποθετεί μαγικά στα σημεία της ταινίας που την εκτοξεύουν στη σφαίρα του υπερ και πολυθεάματος.
Το δέσιμο εικόνας και μουσικής είναι σχεδόν επιστημονικό. Από τη χορογραφία στην κίνηση των αεροσυνοδών (ή πρέπει να γράψω διαστημοσυνοδών) ως τις τρομακτικές σχεδόν συνθέσεις του Ligeti, που χρησιμοποιούνται κάθε φορά που θέλει να δείξει ότι υπάρχουν όρια στο πόσο κουμάντο μπορεί να κάνει ο άνθρωπος, ο Kubrick δημιούργησε μια μουσική επένδυση που αφαίρεσε όλους τους άλλους χαρακτηρισμούς από ιστορικές στιγμές της κλασικής μουσικής και τις συνέδεσε τόσο πολύ με τη συγκεκριμένη ταινία, που δεν μπορείς πια να ακούσεις το “Also Sprach Zarathustra, Op. 30” του Strauss, χωρίς να σκέφετεσαι εικόνες από την εξέλιξη του ανθρώπου και το ταξίδι του στο διάστημα.
Ακόμη και τα αρνητικά της ταινίας, βρίσκονται εκεί για ένα λόγο. Οι μακρόσυρτες σκηνές τονίζουν την απομόνωση του ανθρώπου και τη σχετικότητα του χρόνου σε αυτό το νέο σύμπαν που θέλει να κατακτήσει. Κι η ακαταλαβίστικη σεκάνς στο τέλος δεν ήταν χωρίς εξήγηση: Ο Clarke εξηγούσε τα πάντα στο βιβλίο με τον ίδιο τίτλο που εκδόθηκε παράλληλα με την ταινία (ας το δούμε κι ως ένα δώρο του Kubrick στον συγγραφέα για τα βάσανα στα οποία τον υπέβαλε επί τέσσερα χρόνια). Όποιος διάβαζε το βιβλίο, ή απλά μια συνέντευξη του Clarke, θα πήγαινε την αντίληψή του γύρω από το τι ακριβώς πραγματεύεται η «Οδύσσεια του Διαστήματος» σε ένα εντελώς καινούργιο επίπεδο. Και μόνο το γεγονός ότι αυτή ήταν μια ταινία που δεν είχε σκοπό να τελειώσει στο “The End”, αλλά να δημιουργήσει ένα διάλογο και να ωθήσει το κοινό σε further reading, ήταν μια καινοτομία που τονίζει τη σημαντικότητά της. Πόσο μάλλον όταν όλα αυτά τα ζητήματα που θέλει να συζητήσει παραμένουν τόσο ενδιαφέροντα ακόμη και σήμερα (ή μάλλον: πόσο μάλλον που προφήτεψε ότι όλα αυτά τα ζητήματα που ήθελε να συζητήσει το 1968 θα ήταν ακόμη πιο ενδιαφέροντα στο μέλλον).
Και μόνο το γεγονός ότι αυτή ήταν μια ταινία που δεν είχε σκοπό να τελειώσει στο “The End”, αλλά να δημιουργήσει ένα διάλογο και να ωθήσει το κοινό σε further reading, ήταν μια καινοτομία που τονίζει τη σημαντικότητά της.
Όλα αυτά τα θαύματα, βέβαια, συνέβησαν σε ένα περιβάλλον αφάνταστης ψυχολογικής φθοράς, αλλά και απεριόριστης εκτίμησης προς τη μεγαλοφυία του Kubrick. Σε μια κινηματογραφική εποχή χωρίς ψηφιακά εφέ, οι σκηνές της βαρύτητας και της κίνησης προς κάθε διάσταση μέσα σε ένα διαστημόπλοιο γυρίζονταν με τεράστια δυσκολία μέσα σε ειδικά διαμορφωμένα σκηνικά, που η δημιουργία τους και μόνο ήταν ένα τεράστιο καλλιτεχνικό και τεχνολογικό επίτευγμα.
Αλλά και πάλι, κάποιες από τις κινήσεις των ηθοποιών δεν μπορούσε να τις βοηθήσει και πολύ η τεχνολογία ή ο σκηνογράφος. Όταν ο Keir Dullea, ο ηθοποιός που υποδύθηκε τον Dave Bowman, τον κεντρικό ήρωα της ταινίας, εκτοξεύεται από την κάψουλά του μέσα στο διαστημόπλοιο, δεν φοράει κράνος. Άρα δεν μπορεί να τον αντικαταστήσει κάποιος κασκαντέρ. Για να γυριστεί η σκηνή αυτή, στήθηκε ένα σκηνικό σαν πηγάδι, με την κάμερα στημένη στον πάτο του και τον Dullea να βουτά από ψηλά με ένα αόρατο σκοινί να τον κρατά. Κάτι σαν bungee jumping σε αφάνταστα περιορισμένο χώρο. Για να επιτευχθεί μια εικόνα αντίστοιχη της εκτόξευσης (άρα να μην υπάρχει επαναφορά του Dullea προς τα πάνω, όπως θα γινόταν με ελαστικό σκοινί), το «αόρατο» σκοινί του κρατούσε ένας μασίστας από ένα τσίρκο και το χαλάρωνε όσο χρειαζόταν για να είναι η «πτώση» διαρκής. Ένα μικρό λάθος και ο Dullea απλά θα καρφωνόταν με το κεφάλι πάνω στην κάμερα. «Θα σκοτωνόμουν» δήλωσε πρόσφατα στο Vanity Fair. «Αλλά δούλευα με τον Stanley τόσους μήνες. Τον εμπιστευόμουν τυφλά. Τίποτε δεν θα μπορούσε να πάει στραβά αν ήταν υπεύθυνος ο Stanley…»
Ένα μικρό λάθος και ο Dullea απλά θα καρφωνόταν με το κεφάλι πάνω στην κάμερα. «Θα σκοτωνόμουν» δήλωσε πρόσφατα στο Vanity Fair. «Αλλά δούλευα με τον Stanley τόσους μήνες. Τον εμπιστευόμουν τυφλά. Τίποτε δεν θα μπορούσε να πάει στραβά αν ήταν υπεύθυνος ο Stanley…»
Έχοντας φροντίσει για κάθε λεπτομέρεια κι έχοντας καταφέρει να μην εξοργίσει την MGM που έδειξε τεράστια υπομονή για τα χαμένα deadlines και το budget που γρήγορα ξέφυγε κατά πολύ, ο Kubrick επιτέλους παρουσίασε την ταινία στο κοινό στις 3 Απριλίου του 1968. Έγραψα ήδη παραπάνω ότι ήταν ένα κοινό που διψούσε για ο,τιδήποτε είχε να κάνει με το διάστημα. Αλλά ξεκινώντας την αφήγησή του με τους πιθήκους που σύντομα θα γίνονταν άνθρωποι και κλείνοντας με ένα τρελό, ψυχεδελικό τριπάρισμα, ο Kubrick πέτυχε κάτι ακόμη: Σε μια γενιά που μεγάλωνε με το LSD και που μάθαινε να σκέφτεται διαφορετικά, πρόσφερε ένα έργο που θα γινόταν σημείο αναφοράς για πάντα. Ναι, και ο «Λώρενς της Αραβίας» ήταν μια σπουδαία ταινία, μια υπερπαραγωγή, αλλά πώς θα μπορούσε να συγκριθεί στη συνείδηση ενός 25άρη της δεκαετίας του ’60 με ένα υπερθέαμα που έβγαινε κατευθείαν από τα πιο ψαγμένα τριπαρίσματά του;
Ίσως αυτό που ορίζει περισσότερο από όλα τα υπόλοιπα τη σημασία της «Οδύσσειας του Διαστήματος» να είναι αυτός ο διάλογος που ανέφερα παραπάνω, ο διάλογος που ο Kubrick προκαλούσε το κοινό του να ανοίξει και που το κοινό του με τόσο ενδιαφέρον δέχτηκε να τον πάει παραπέρα. Ένα χρόνο αργότερα, ο David Bowie (πόσο τέλειο που το όνομά του μοιάζει τόσο πολύ με του κεντρικού αστροναύτη της Οδύσσειας, Dave Bowman, κυκλοφορούσε το κορυφαίο του τραγούδι. Λεγόταν “Space Oddity”. Διαρκούσε 5 λεπτά και 15 δευτερόλεπτα. Και αφηγείτο την ιστορία ενός αστροναύτη. Που έμεινε για πάντα στο διάστημα.
Aν (ξανα)είδες την ταινία πρόσφατα και έχεις όρεξη για ακόμη περισσότερη ανάγνωση, μπορείς να συνεχίζεις στο “Behind the Scenes of 2001: A Space Odyssey, the Strangest Blockbuster in Hollywood History” του Bruce Handy, που δημοσιεύθηκε στο Vanity Fair του Φεβρουαρίου 2018. Αλλιώς, δες πρώτα την ταινία και συνέχισε μετά με το άρθρο.