Πριν 809 χρόνια σαν σήμερα, γιορτάζοντας τη Μαρία τη Μαγδαληνή
Μία υπέροχη σφαγή, εις το όνομα του Κυρίου.
Οι ποδηλάτες φτάνουν αύριο στην Καρκασόν, ανήμερα της γιορτής της Μαρίας της Μαγδαληνής. Τι ωραία αφορμή που μού δίνει το ένα μεγάλο μου πάθος (ο Γύρος της Γαλλίας) να ασχοληθώ με το άλλο (την Ιστορία του Χριστιανισμού): Ας θυμηθούμε όχι μία, αλλά δύο λαμπρές στιγμές της χριστινιακής θρησκείας, που σημειώθηκαν στις 22 Ιουλίου του 1209 και του 1210 σ’ αυτό το πανέμορφο μέρος της Νότιας Γαλλίας.
Η Μαρία η Μαγδαληνή δεν έτυχε ιδιαίτερων τιμών από την Ορθόδοξη παράδοση, αλλά οι Καθολικοί -ειδικά το Μεσαίωνα- την αγαπούσαν με πάθος, και η γιορτή της ήταν από τις κορυφώσεις του καλοκαιριού για τις ουκ ολίγες πόλεις που την τιμούσαν ως πολιούχο Αγία τους. Ο λόγος (αν και δεν αποτελούσε την επίσημη εκδοχή της Καθολικής εκκλησίας) ήταν σε μεγάλο βαθμό όλα εκείνα τα απόκρυφα κείμενα που θα θυμάστε κι από τον “Κώδικα Ντα Βίντσι” του Νταν Μπράουν και που την ήθελαν ερωμένη του Ιησού, έγκυο κατά την σταύρωση και ταξιδιώτισσα στην άλλη άκρη της Μεσογείου αμέσως μετά, όπου και γέννησε το διάδοχο. Φαντάσου να είσαι χωριάτης στη Νότια Γαλλία το 1209, με μοναδική διέξοδο από τα βάσανα της καθημερινότητάς σου την εκκλησία, και να φαντασιώνεσαι ότι οι αληθινοί απόγονοι του Μεσσία ζουν στο ίδιο χωριό με σένα -ίσως να είσαι κι εσύ ένας από αυτούς! Με μια λέξη: Εκστατικό!
Ειδικά για τους Καθαρούς, τη σέκτα με τις χριστιανικές ρίζες που ένιωθαν πιο… καθαροί από τους Χριστιανούς (και ως εκ τούτου, θεωρήθηκαν αίρεση), τι πιο μαγικό από το ολοΚάΘΑΡΗ σειρά αίματος που ξεκινούσε από τον ίδιο το Χριστό; Η Μαγδαληνή ήταν γι’ αυτούς η απόλυτη σταρ. Και στη Μπεζιέ, την τρίτη μεγαλύτερη πόλη του μεσαιωνικού Λανγκεντόκ, μετά την Τουλούζη και την Καρκασόν, είχε πολλούς Καθαρούς και ένα φανταστικό ναό της Μαρίας Μαγδαληνής. Και ήταν 22 Ιουλίου, ανήμερα της γιορτής της, όταν έφτασαν απ’ έξω οι Σταυροφόροι που είχε μαζέψει ο Πάπας για να “καθαρίσουν” τη Νότια Γαλλία από τους Καθαρούς. Και δεν τους ένοιαζε, γιατί η Μπεζιέ είχε ψηλά και γερά τείχη, ένα ποτάμι για έξτρα προστασία μπροστά τους, οι ίδιοι είχαν πολλές προμήθειες και η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν εκεί για να τους προστατέψει. Και σήμερα ήταν η μέρα της -και ήταν μια υπέροχη καλοκαιρινή ημέρα. Αλληλούια.
Από μια βλακεία των φρουρών μιας από τις πύλες της Μπεζιέ, τόσο επική βλακεία, που μοιάζει με σκηνή από τους “Ιππότες της Ελεεινής Τραπέζης”, η πολιορκία που κανονικά θα έπρεπε να διαρκέσει μήνες, λύθηκε πριν καν οι Σταυροφόροι προλάβουν να στήσουν το στρατόπεδό τους έξω από τα τείχη της Μπεζιέ. Γιατί, πριν καν μεσημεριάσει, εκατοντάδες από τους οπλισμένους με τσουγκράνες και ρόπαλα χωρικούς που ακολουθούσαν τους Σταυροφόρους απλά για να λάβουν άφεση αμαρτιών από τον Πάπα (όπως συνέβαινε με όποιον μετείχε σε μια Σταυροφορία), βρέθηκαν μέσα στη Μπεζιέ και άρχισαν να σφάζουν τους ανυποψίαστους Μπεζιώτες που ετοιμάζονταν για το πανηγύρι της Μαγδαληνής.
Πριν καν μεσημεριάσει, εκατοντάδες από τους οπλισμένους με τσουγκράνες και ρόπαλα χωρικούς που ακολουθούσαν τους Σταυροφόρους απλά για να λάβουν άφεση αμαρτιών από τον Πάπα (όπως συνέβαινε με όποιον μετείχε σε μια Σταυροφορία), βρέθηκαν μέσα στη Μπεζιέ και άρχισαν να σφάζουν τους ανυποψίαστους Μπεζιώτες που ετοιμάζονταν για το πανηγύρι της Μαγδαληνής.
Το μεγάλο πρόβλημα για τους Σταυροφόρους του Πάπα δεν ήταν τόσο ότι ήταν η γιορτή της Μαγδαληνής και “είναι σωστό τώρα να σκοτώνουμε τους αιρετικούς τέτοια μέρα;”, αλλά ότι η πλειονότητα του πληθυσμού της Μπεζιέ δεν ήταν Καθαροί, αλλά Καθολικοί σαν κι αυτούς. Η ιδέα πίσω από την πολιορκία ήταν η εξής: “Ασκούμε πίεση στους καλούς Μπεζιώτες να μας παραδώσουν τους κακούς Μπεζιώτες”. Αλλά τώρα όλα είχαν γίνει πολύ γρήγορα και βρίσκονταν ήδη με τα σπαθιά τους στα χέρια και ΜΕΣΑ στην πόλη. Ρώτησαν, λοιπόν, τον απεσταλμένο του Πάπα: “Τι κάνουμε τώρα; Πώς θα ξεχωρίσουμε τους αιρετικούς;”. Κι ο Αρνάλδος Αμάλριχος -το ελληνοποίησα άραγε σωστά;-, απάντησε: “Σκοτώστε τους όλους. Ο Θεός θα αναγνωρίσει τους αληθινούς του ακόλουθους”.
Οι γυναίκες και τα παιδιά κλείστηκαν στο ναό της Μαρίας της Μαγδαληνής, το προφανές ιερό άσυλο. Οι Σταυροφόροι άνοιξαν τις πόρτες, σκότωσαν όσους βρήκαν μπροστά τους, αλλά ήταν τέτοιος ο συνωστισμός που δεν μπορούσαν να μπουν πιο μέσα, οπότε έβαλαν φωτιά στην εκκλησία και τους έκαψαν ζωντανούς. Τρεις ώρες από την ώρα που οι Σταυροφόροι μπήκαν στη Μπεζιέ, ούτε ένας από τους 15.000 κατοίκους της δεν ήταν πια ζωντανός, με πάνω από 1.000 από αυτούς -γυναικόπαιδα, ε;- να έχουν γίνει στάχτη στην πυρά της Μαρίας της Μαγδαληνής, προσευχόμενοι στο Θεό τους να τους σώσει από… αυτούς που ο Θεός τους είχε στείλει για να τους σκοτώσουν.
“Caedite eos. Novit enim Dominus qui sunt eius.”
Arnaud Amaury, 22.07.1209
“15.000;”, θα αναρωτηθεί κανείς. “Σιγά τα λάχανα”. Χμ, όχι ακριβώς. Στα χρόνια εκείνα, όταν η μακράν μεγαλύτερη πόλη του κόσμου, η Κωνσταντινούπολη, είχε πληθυσμό κοντά στο μισό εκατομμύριο και η μεγαλύτερη πόλη της Δυτικής Ευρώπης, το Παρίσι, δεν είχε παραπάνω από 50.000 κατοίκους, η σφαγή της Μπεζιέ ήταν κάτι αντίστοιχο με το βομβαρδισμό της Χιροσίμα. Αλλά πιο αποτελεσματική, αφού δεν τη γλίτωσε ούτε ένας Μπεζιώτης.
Ένα χρόνο αργότερα, αφού είχε πια πέσει και η Καρκασόν, η πρωτεύουσα της περιοχής, οι Σταυροφόροι καταλάμβαναν σιγά σιγά και τις εναπομείνασες πόλεις με κοινότητες Καθαρών στο Λανγκετόκ. Αφού πολιόρκησαν για αρκετούς μήνες τη Μινέρβ, κατάφεραν να πείσουν τους κατοίκους της να παραδώσουν τους αιρετικούς, κάπου στα τέλη Ιουλίου του 1210. Ο Αρνάλδος ζήτησε από τους Καθαρούς να αλλαξοπιστήσουν, αυτοί αρνήθηκαν, οπότε οι Σταυροφόροι, ανήμερα της γιορτής της Μαρίας της Μαγδαληνής, ακριβώς ένα χρόνο μετά την πρώτη τους μεγάλη ανθρωπιστική επιτυχία στο όνομα του αληθινού Θεού, άναψαν μια μεγάλη φωτιά και ετοιμάζονταν να πετάξουν μέσα τους αιρετικούς, όταν ένα θαύμα συνέβη: Οι 140 Καθαροί, πεπεισμένοι ότι ένας άλλος κόσμος, πιο όμορφος, πιο αγνός, πιο ηλιόλουστος τους περιμένει, όρμηξαν οι ίδιοι στη φωτιά, χαρούμενοι που θα πήγαιναν επιτέλους να συναντήσουν τον Κύριο τους που τους κοιτούσε χαμογελαστός κάπου από ψηλά, πιθανότατα παρέα με τη Μαρία τη Μαγδαληνή, που θα πέρναγε για μία ακόμη χρονιά τη γιορτή της, ακούγοντας το “Maria Magdalena” της Sandra και του Michael Cretu και εισπνέοντας μεθυστική τσίκνα ανθρώπινης σάρκας στα κάρβουνα…