Έχω μια Monopoly Deal σε έκδοση 1880 Saigon. Μη ρωτήσεις που τη βρήκα. Η αισθητική είναι art nouveau, από τη γραμματοσειρά μέχρι τις λιθογραφίες της εικονογράφησης. Τα ονόματα των δρόμων είναι διπλά. Η Rue d’ Espagne των αποικιοκρατών είναι η λατρεμένη Lê Thánh Tôn των ντόπιων. H Rue Vannier είναι και Ngô Đức Kê. Όταν παίζω Monopoly Deal 1880 Saigon προσπαθώ να μαζέψω γρήγορα τις κάρτες των εταιρειών νερού και ρεύματος. Δεν αποφέρουν πολλά λεφτά από το ενοίκιο, αλλά σε βοηθούν να “βγεις” πιο γρήγορα, που είναι κι ο σκοπός του παιχνιδιού. Κυνηγάω λοιπόν από την αρχή την Usine électrique και την Usine des eaux.
Στις κάρτες της Μονόπολής μου τα γαλλικά ονόματα των δύο δρόμων που βρίσκονται οι usines είναι Rue Catinat και Boulevard Bonard. Πρόκειται για τις δύο σκούρες μπλε κάρτες. Τις πιο πολύτιμες.
Usine στα γαλλικά μπορεί να σημαίνει πολλά: εργοστάσιο, βιοτεχνία, μύλος, ακόμη και δουλειά. Στη Saigon του 1880 υπήρχαν όλα τα παραπάνω usines. Πολλά. Έφεραν πλούτη στους Γάλλους και έδιναν δουλειά (με όχι και πολύ καλούς όρους είναι η αλήθεια) στους Βιετναμέζους. Σήμερα έχουν μείνει μόνο δύο. Η πρώτη L’ Usine βρίσκεται στο 151 της Đông Khởi, σχεδόν στο κέντρο της πόλης, ένα στενό πιο πέρα από την πολύβουη Nguyễn Huệ, το βουλεβάρτο που στην παλιά Σαϊγκόν ήταν το αντίστοιχο των Ηλυσίων Πεδίων. Η δεύτερη βρίσκεται στη Lê Lợi, που βγάζει την κεντρική συνοικία της πόλης προς τα νοτιοδυτικά, εκεί που σβήνει σιγά σιγά η αποικιακή αίγλη και ξεκινά το βασίλειο των backpackers. Στις κάρτες της Μονόπολής μου τα γαλλικά ονόματα των δύο δρόμων που βρίσκονται οι usines είναι Rue Catinat και Boulevard Bonard. Πρόκειται για τις δύο σκούρες μπλε κάρτες. Τις πιο πολύτιμες. Τις κυνηγάω κι αυτές πάντα από την αρχή του παιχνιδιού, μαζί με τις κάρτες των Usine électrique και des eaux. Είναι σίγουρη επένδυση. Όπως σίγουρη επένδυση είναι κι ο χρόνος που θα διαθέσεις για να επισκεφτείς κάποια L’ Usine (γιατί όχι και τις δύο) στη σημερινή Χο Τσι Μινχ Σίτι.
Πρόκειται για δύο καφέ (παύλα) μπιστρό (παύλα) μπουτίκ που φέρνουν μια αύρα παλιάς Σαϊγκόν και γαλλικής πολυτέλειας σε μια Χο Τσι Μινχ Σίτι που μοιάζει να έχει αποβάλει και τα δύο εντελώς πια και να ζηλεύει περισσότερο τη Σαγκάη παρά το παρελθόν της. Εννοείται ότι είναι στημένα μέσα στους χώρους παλιών βιοτεχνιών και έχουν αισθητική μικρού εργοστασίου του 19ου αιώνα. Οι φίρμες στα δύο καταστήματα είναι εξαιρετικές -και ακόμη πιο εξαιρετική είναι η επιλογή των προϊόντων που πουλά το κάθε L’ Usine Space, όπως το ονομάζουν. Ρούχα από τους Tinwell & Bismark και τις Trois Filles, αποκλειστικά σχεδιασμένα για τη L’ Usine. Τσάντες από τη Herschel που δεν θα βρεις online. Μια επιλογή από δημιουργίες της Maison Kitsuné. Σοκολάτες Marou, κεριά από την Produce, μέλια, παιχνίδια, origami, δεκάδες όμορφα πράγματα. Ακριβά για το επίπεδο των τιμών που βρίσκεις οπουδήποτε αλλού στο Βιετνάμ, αλλά είναι σαφές ότι απευθύνονται στο πιο hip κομμάτι των (αμέτρητων πια) τουριστών αλλά και στην ταχύτατα αναπτυσσόμενη nouveau riche (χωρίς την υπόνοια ότι τα πλούτη τους συνοδεύονται από έλλειψη γούστου) της μεγαλύτερης πόλης του Βιετνάμ.
Το φαγητό έχει πιο προσιτές τιμές. Όχι ότι πλησιάζει σε κόστος με το street food της πόλης, αλλά μη συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα. Μπαίνοντας στο L’ Usine σταματά η συζήτηση για το πόσο φτηνό είναι στα πάντα το Βιετνάμ, γιατί πολύ απλά φεύγεις πια από τη χώρα αυτή και επιστρέφεις στην Ινδοκίνα. Στη Lê Lợi σερβίρουν τον καλύτερο καφέ της πόλης (είτε μιλάμε για το ντόπιο “πύραυλο”, γεμάτο ζάχαρη και γάλα, είτε απλά για ένα τιμιότατο espresso) και ένα μενού πρωινού που προσφέρεται από το πρωί ως το βράδυ. Στη Đông Khởi λειτουργεί και το μπιστρό, με μια ατελείωτη λίστα από καλά κρασιά, για να συνοδεύσουν το γεύμα σου. Αν προτιμάς τη μπύρα, θα βρεις και την υπέροχη Pasteur Street για την οποία έγραφα τις προάλλες στο “Goodnight Saigon”.
Οι φίρμες στα δύο καταστήματα είναι εξαιρετικές -και ακόμη πιο εξαιρετική είναι η επιλογή των προϊόντων που πουλά το κάθε L’ Usine Space, όπως το ονομάζουν. Ρούχα από τους Tinwell & Bismark και τις Trois Filles, αποκλειστικά σχεδιασμένα για τη L’ Usine. Τσάντες από τη Herschel που δεν θα βρεις online. Μια επιλογή από δημιουργίες της Maison Kitsuné. Σοκολάτες Marou, κεριά από την Produce, μέλια, παιχνίδια, origami, δεκάδες όμορφα πράγματα.
Όταν τo 2010 άνοιξε το πρώτο L’ Usine, στη Đông Khởi, σε μια αποθήκη αποικιακού στυλ απέναντι από τα εμβληματικά ξενοδοχεία Caravelle και Continental, η εντύπωση που έκανε ήταν τόσο μεγάλη και η επιτυχία του τόσο άμεση που -κατά την προσφιλή βιετναμέζικη τακτική- σύντομα άρχισαν να ξεπηδούν στη Χο Τσι Μινχ Σίτι διάφορες απομιμήσεις: Καφέ σε ψηλοτάβανα κτήρια με αισθητική βιομηχανικής επανάστασης και δυτικά μενού. Το L’ Usine απάντησε με το δεύτερό του κατάστημα στη Lê Lợi, που είναι κάπως πιο χαλαρό και διαθέτει μια υπέροχη βεράντα με ασπρόμαυρο πλακάκι που κάνει μια φοβερή αντίθεση με τον φρενήρη δρόμο που περνά από κάτω. Απολαμβάνοντας τον καφέ σου στα μαρμάρινα τραπεζάκια του, νιώθεις ότι περνάς σε μια άλλη διάσταση και οι κόρνες από τα παπάκια που ξεχύνονται στην άσφαλτο δίπλα σου μεταμορφώνονται σε ήχους μουσικής της Belle Époque.
Για ένα νοσταλγό της εποχής εκείνης, ή καλύτερα αναζητητή, για κάποιον σαν κι εμένα, που ταξίδεψε στο Βιετνάμ ψάχνοντας τη σαγηνευτική εικόνα της Σαϊγκόν που ήξερε από τις ταινίες, το L’ Usine είναι ένας ναός στον οποίον θα επιστρέφει ξανά και ξανά για προσκύνημα. Αλλά, όπως θα καταλάβεις από τα κείμενα αυτού του αφιερώματος, όπως θα ανεβαίνουν ένα ένα σ` αυτό εδώ το site και στο StoryAndTheCity.com, το σύγχρονο, το πραγματικό Βιετνάμ δεν αργεί να σε ρουφήξει στους δικούς του ρυθμούς και στα δικά του θέλγη. Οπότε τελικά κρατάς το L’ Usine ως σημείο αναφοράς της εποχής που αναζητούσες και περνάς βιαστικά και αχόρταγα στην απόλαυση της νέας εποχής που ανακάλυψες. Αν θες ένα ακόμη σουβενίρ από την Belle Époque της Σαϊγκόν, μπορείς να αγοράσεις μια Μονόπολη. Δεν ρώτησες πού βρήκα τη δική μου. Λογικά υπέθεσες ότι την αγόρασα από το κατάστημα του L’ Usine.