Στον ψηφιακό κόσμο δεν μας ανήκει τίποτε. Είμαστε απλώς ενοικιαστές.
Μερικές σκέψεις με αφορμή τον πενθήμερο “θάνατο” της Garmin, την κλοπή του αυτοκινήτου μου και μια συνδρομή σε ένα περιοδικό…
Για 5 μέρες οι χρήστες Garmin νιώθαμε ένα παράξενο κενό. Τα κομπιουτεράκια μας κατέγραφαν μεν τις επιδόσεις μας, αλλά το δίκτυο της εταιρείας ήταν πεσμένο και η απόλαυση του να τις προσθέσουμε στο ψηφιακό μας ημερολόγιο και (κυρίως) να τις συγκρίνουμε με των υπολοίπων συναθλητών μας είχε ξαφνικά εξαφανιστεί. Για τους πιλότους και όσους χρησιμοποιούν τα εργαλεία ναυσιπλοΐας της αμερικανοελβετικής εταιρείας, τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Δεν κινδύνευε απλά η ματαιοδοξία από την κατάρριψη ενός ΚΟΜ, αλλά η ασφάλεια των δρομολογίων τους.
Η Garmin είχε πέσει θύμα hacking και κλήθηκε να καταβάλει ένα τεράστιο ποσό στους εκβιαστές της (10 εκατ. δολάρια) για να ξεκλειδώσει τα συστήματά της. Πλήρωσε με το χειρότερο τρόπο την γενικότερη αλαζονεία της -κατάλοιπο της εποχής που ήταν μονοπώλιο σε πολλούς τομείς και νόμιζε ότι η προχειρότητα και η απαράδεκτη συμπεριφορά απέναντι στους αγοραστές της ήταν αποδεκτή, από τη στιγμή που δεν υπήρχαν άλλες λύσεις στην αγορά- αλλά παρέα της πλήρωσαν κι όλοι οι ιδιοκτήτες προϊόντων της. Γιατί, ποιο το νόημα να αγοράσεις το τάδε ψαγμένο γκατζετάκι αν τελικά δεν μπορείς να το χρησιμοποιήσεις για το λόγο που το πήρες γιατί είναι ανενεργή η ψηφιακή υπηρεσία που το συνοδεύει;
Κάτι παρόμοιο ένιωσα και πριν ένα μήνα, όταν μου έκλεψαν το αυτοκίνητο. Ναι μεν το βρήκα σχεδόν αμέσως, χάρη στην τεχνολογία (ενσωματωμένο GPS και ένα app που μου είπε ακριβώς σε ποιο δρόμο το πήγαν οι κλέφτες), αλλά όταν πήγα να το κινήσω, απλά δεν μπορούσα.
Το χειρόφρενο και το σασμάν ήταν κλειδωμένα ψηφιακά. Δηλαδή: τεράστια ταλαιπωρία ακόμη και για να ανεβεί στο γερανό για να πάει στο συνεργείο. Στο οποίο συνεργείο, απλά θα επαναπρογραμματιζόταν ο ανενεργός του εγκέφαλος ώστε να ξαναπάρει μπρος. Κοινώς, είχα ένα άθικτο (ευτυχώς) αυτοκίνητο που όμως δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω γιατί κάποιος το είχε γυρίσει στο “off”.
Oταν η εταιρεία που εξέδιδε το περιοδικό Pro Cycling, στο οποίο ήμουν συνδρομητής, πωλήθηκε σε έναν άλλο εκδοτικό οίκο, κράτησε όλα τα τεύχη που είχε εκδόσει στην εφαρμογή της για το iPad, αλλά σταμάτησε να την ανανεώνει. Ο νέος ιδιοκτήτης του Pro Cycling έφτιαξε δική του εφαρμογή, στην οποία δεν συμπεριέλαβε τα τεύχη του προηγούμενου εκδότη. Κάποια στιγμή η παλιά εφαρμογή -εγκαταλελειμένη στην τύχη της από μια εταιρεία που δεν ενδιαφερόταν πια- άρχισε να κρασάρει και τα περιοδικά που αγόραζα τόσα χρόνια απλά δεν άνοιγαν.
Αν είχα αγοράσει τα Pro Cycling στη χάρτινη μορφή τους, θα τα είχα ακόμη στην αποθήκη μου, παρέα με τα The Face από τη δεκαετία του ’90 κι όλα εκείνα τα Nitro με τη Σάσα Μπάστα και τα DownTown με τη Βάνα Μπάρμπα. Ναι, απλά θα σκονίζονταν και θα έπιαναν χώρο, αλλά μέχρι να αποφασίσω να τα στείλω στην ανακύκλωση, θα μου “ανήκαν”. Στην ψηφιακή τους μορφή, παρ’ ότι τα είχα αγοράσει, δεν μου ανήκε πλέον τίποτε…
To καλύτερο, όμως, παράδειγμα για το πώς στον ψηφιακό κόσμο έχουμε πια χάσει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, το διάβασα σε ένα τεύχος του Wired. Η John Deere, η εμβληματική εταιρεία με τα πράσινα τρακτέρ που οργώνουν κυριολεκτικά όλη την Αμερική (και που μέχρι κι ο τεράστιος David Lynch τα αποθέωσε στο εξαιρετικό “The Straight Story”) έχει προσθέσει τα τελευταία χρόνια διάφορους αυτοματισμούς στα μηχανήματά της. Οι αγρότες είχαν συνηθίσει να επιδιορθώνουν τα μικροπροβλήματα μόνοι τους, αλλά ξαφνικά δεν μπορούν. Ακόμη και για μια αλλαγή βαλβίδας πρέπει να πάνε σε εξουσιοδοτημένο σέρβις της John Deere, πολλές φορές χάνοντας σημαντικές μέρες από την περίοδο του θερισμού και πληρώνοντας, αναγκαστικά, τεράστια ποσά για απλές δουλειές που ξέρουν να κάνουν και μόνοι τους. Όλα αυτά, επειδή πια η John Deere κλειδώνει το software των τρακτέρ της και τίποτε δεν μπορεί να διορθωθεί χωρίς την επέμβαση των δικών της υπολογιστών.
Και, βέβαια, όλοι ξέρουμε το πώς η Apple γονατίζει τις μπαταρίες των iPhone, γνωρίζοντας καλά πως όλοι μας, εθισμένοι στις αρετές τους, θα αγοράσουμε το καινούργιο μοντέλο χωρίς καν να μπούμε στη διαδικασία να γκρινιάξουμε που μια συσκευή τριετίας πρακτικά μας είναι άχρηστη γιατί πρέπει να ασχολούμαστε κάθε τρεις και λίγο με το να τη φορτίσουμε.
Αγοράζουμε τις συσκευές μας, πανάκριβα μάλιστα, αλλά από τη στιγμή που τρέχουν κάποιο software ή που -για να τις εκμεταλλευτούμε στο έπακρο- συνδέονται με κάποια υπηρεσία που προσφέρεται μέσω ενός δικτύου, ο κατασκευαστής τους συνεχίζει να έχει πάνω τους μεγαλύτερο έλεγχο απ’ ότι εμείς.
Κοινώς, στον ψηφιακό κόσμο, είμαστε πια απλά ενοικιαστές των συσκευών μας. Τις αγοράζουμε μεν, πανάκριβα μάλιστα, αλλά από τη στιγμή που τρέχουν κάποιο software ή που -για να τις εκμεταλλευτούμε στο έπακρο- συνδέονται με κάποια υπηρεσία που προσφέρεται μέσω ενός δικτύου, ο κατασκευαστής τους συνεχίζει να έχει πάνω τους μεγαλύτερο έλεγχο απ’ ότι εμείς.
Το ψηφιακό σύμπαν συνεχίζει να με συναρπάζει το ίδιο με το 1996 που πρωτοσυνδέθηκα στο Internet μέσω ΕΕΧΙ. Και επαγγελματικά, δεν μπορώ να δω τον εαυτό μου να πηγαίνει κάπου αλλού. Το μόνο που εύχομαι και οραματίζομαι είναι περισσότερη εξέλιξη και ακόμη πιο εντυπωσιακές ψηφιακές λύσεις. Αλλά όσο οι συσκευές και οι υπηρεσίες γίνονται πιο “έξυπνες”, τόσο οι ιδιοκτήτες τους γινόμαστε λιγότερο ιδιοκτήτες και περισσότερο ενοικιαστές.
Η λύση είναι μεγαλύτερες επενδύσεις από τις εταιρείες στο κομμάτι του σέρβις (όλα να λύνονται άμεσα από εξειδικευμένους υπαλλήλους και ιδανικά online, χωρίς την ανάγκη να πας τη συσκευή σου σε κάποιο εξουσιοδοτημένο κατάστημα) ή να έρχεται το κάθε προϊόν μαζί με ένα manual που θα επιτρέπει στον ιδιοκτήτη του πλήρη έλεγχο -αν το θέλει. Αν θέλει να φορτώσει το αυτοκίνητό του με τα χίλια ζόρια σε ένα γερανό απλά για να του το βάλουν μπρος, με το αζημίωτο, σε ένα συνεργείο, αντί απλά να πατήσει ένα κουμπί στο κινητό του, καλώς. Ας είναι όμως η επιλογή δική του…