web analytics

#TBT: Τυπογραφικόν λάθος

5 χρόνια πριν, ένα άλλο σύμπαν. 5 χρόνια πριν, οι ίδιες ανησυχίες.

(Στο Throwback Thursday αυτής της εβδομάδας, ένα τεράστιο κείμενο που είχα δημοσιεύσει πριν 5 χρόνια, σχετικά με μια εργασιακή πραγματικότητα σε έναν άλλο κλάδο. Το τοπίο -στα δικά μου εργασιακά- άλλαξε τόσο πολύ από τότε, αλλά ξαναδιαβάζοντάς το βρίσκω και άπειρες ομοιότητες σε θέματα συναισθημάτων που μου γεννά η σχέση μου με τη δουλειά ή σε θέματα ψυχολογίας και αντιμετώπισης κρίσεων, που πια είναι όλο και πιο πυκνές.)

Ηθελα να γράψω αυτό εδώ το κείμενο την προηγούμενη Τρίτη. Τότε, πάνω στην απεργία της ΕΣΗΕΑ. Ίσως όχι ακριβώς αυτό εδώ το κείμενο. Αλλά ένα παρόμοιο, ένα με την ίδια αφορμή, ένα με τον ίδιο, σχεδόν ανεπαίσθητο πόνο ψηλά στον οισοφάγο (“ψυχοσωματικό είναι”, είχε πει ο γαστρεντερολόγος, “πέρασες τίποτε άγχη τελευταία; Στενοχώριες;”), ένα με την ίδια ένταση απογοήτευσης στο κάθε πάτημα των πλήκτρων. Αλλά την προηγούμενη Τρίτη δούλευα. Δούλευα πολύ. Μέχρι αργά, μέχρι μετά τα μεσάνυκτα. Δούλευα με μπλοκάκι. Δούλευα για ένα περιοδικό που έπρεπε “να κλείσει”, να πάει στο τυπογραφείο. Δούλευα και δεν είχα χρόνο για τόσες ακόμη λέξεις. Σήμερα έχω, αλλά αυτό εδώ το κείμενο δεν είναι εκείνο το κείμενο της Τρίτης, είναι το “μια ‘βδομάδα μετά” κείμενο της Τρίτης, είναι που πάλι με έπιασε ο πόνος ψηλά στον οισοφάγο και η μόνη εξήγηση που τού δίνω είναι το άγχος -όχι δεν έχω πάει ακόμη στον γαστρεντερολόγο.

Δεν είναι, βέβαια, το κείμενο της περασμένης Τρίτης και για τον πρόσθετο λόγο ότι στην πορεία θυμήθηκα πως στην ουσία τα έχω ήδη γράψει όλα ξανά. Τον Ιούλιο του 2009. Σ’ ετούτο το blog. Να, σ’ αυτό εδώ το post, που τού έδωσα τον τίτλο “Το πρόβλημα του Τύπου”.

 Τώρα όλοι έχουν την αγωνία: Θα σε ωθήσουν σε μείωση μισθού; Θα δουλέψεις για δύο, τώρα που έδιωξαν τον διπλανό σου; Θα σε ρουφήξει κι εσένα ο τυφώνας των απολύσεων; Θα βρεις δουλειά μετά; Μπορείς; Τι δουλειά θα βρεις ρε κατακαημένε;

Και ξέρεις, τότε με τον οισοφάγο δεν ήταν το άγχος από τη δουλειά. Ήταν απλά μια στενοχώρια, ήταν άλλος ο λόγος. Τώρα; Τώρα όλοι έχουν την αγωνία: Θα σε ωθήσουν σε μείωση μισθού; Θα δουλέψεις για δύο, τώρα που έδιωξαν τον διπλανό σου; Θα σε ρουφήξει κι εσένα ο τυφώνας των απολύσεων; Θα βρεις δουλειά μετά; Μπορείς; Τι δουλειά θα βρεις ρε κατακαημένε;

Εγραφα σ’ εκείνο το post, στο “Το πρόβλημα του Τύπου”, που σού ‘λεγα πιο πάνω: “Δεν είμαι κατά των απολύσεων στα ΜΜΕ, ούτε κατά του κλεισίματος κάποιων τίτλων. Στην Ελλάδα έχουμε υπερβολικά μεγάλη προσφορά για μια ζήτηση που θα ήταν μικρή ακόμη κι αν δεν υπήρχαν τα φαντάσματα της TV και του Internet που βλέπει ο κ. Ψυχάρης”. Ήταν αρχές Ιουλίου του 2009. Ένα χρόνο μετά πέρασα από το λογιστήριο της “Καθημερινής” και υπέγραψα την καταγγελία σύμβασης εργασίας. Της εργασίας μου. Απολύθηκα. Η εταιρεία έχανε, πήρε κάποιες αποφάσεις, η δική μου δουλειά είναι σε ένα έντυπο μη “πυρηνικό”, είναι σ’ ένα δορυφορικό προστάτη της κατανάλωσης, σε μια ιλουστρασιόν παγίδα για διαφημίσεις -από τις διαφημίσεις βγάζει τα πιο πολλά λεφτά ο Τύπος. Τώρα που δεν υπάρχουν διαφημίσεις, κάποια έντυπα θα πρέπει να κλείσουν, κάποια άλλα να βγουν με το μισό κόστος σε σχέση με πριν. Είναι απλά μαθηματικά. Απολύθηκα και καθόλου δεν με πείραξε. Ήταν η απόδειξη πως ήμουν “είδος πολυτελείας”. Και οι καιροί ου μενετοί για πολυτέλειες… Ήμουν έτοιμος από καιρό γι’ αυτό. Εκείνο το κείμενο του Ιουλίου του 2009 είναι μια ένδειξη.

Την προηγούμενη Τρίτη η ΕΣΗΕΑ έκανε απεργία γιατί έκλεισε το ημερήσιο “Βήμα” ή για κάτι τέτοιο. (Δεν θα είχαν διαβάσει το κύριο άρθρο του κ. Ψυχάρη που σχολίαζα σ’ εκείνο το post μάλλον). “Μάλωσα” μια συνάδελφο και φίλη εκείνη την ημέρα, της μίλησα κάπως ισοπεδωτικά, κάπως απαξιωτικά για τα κέρδη που θα αποκόμιζε από τη συμμετοχή της στην απεργία. Ακόμη κι αν μετανιώνω για το ύφος μου, δεν μετανιώνω για τις απόψεις μου. Ξέραμε πολύ καλά όσοι τόσα χρόνια δουλεύουμε σε εφημερίδες, περιοδικά, κανάλια, ραδιόφωνα ότι ήμασταν πάρα πολλοί. Το ότι “μπήκαμε” στις χρυσές μέρες της φούσκας δεν σημαίνει ότι αποκτήσαμε τότε αυτόχρημα και το δικαίωμα να απολαμβάνουμε τα ίδια προνόμια για πάντα. Η κρίση είναι η μοναδική ευκαιρία να ξεκαθαρίσει το τοπίο στον ελληνικό Τύπο. Να μείνουν όσοι αξίζουν, να συνεχίσουν μόνο τα έντυπα που έχουν λόγο ύπαρξης.

Ακούω ήδη τους αντιλόγους σε αυτό που μόλις έγραψα. Οι πιο βασικοί είναι: “Έλα τώρα, τόσα χρόνια τα αφεντικά τα έτρωγαν καλά, τα είχαν τακιμιάσει με τις κυβερνήσεις, έβγαζαν λεφτά από παντού, τώρα κλείνουν τα έντυπα το ένα μετά το άλλο, αντί να τα κρατήσουν στη ζωή, ως ένδειξη σεβασμού έστω προς τον κόσμο που τα έτρεχε τόσο καιρό”. Και “Ποιος σου λέει εσένα ότι θα μείνουν όσα έντυπα είναι ποιοτικά και όχι όσα απλά κοστίζουν λίγο ή είναι ευπώλητα -για τους λάθος λόγους;”

Στο πρώτο επιχείρημα απαντώ: Μπορεί να είναι ακριβώς έτσι. Να τα είχαν βρει με τις εξουσίες και να κέρδιζαν από παντού. Αλλά μαζί τους έτρωγες κι εσύ. Έπαιρνες έναν παχυλό μισθό για να δουλεύεις 3-4 ώρες την ημέρα, σε δύο δουλειές και πέντε γραφεία Τύπου. (Ή έπαιρνες τον βασικό μισθό έστω, αλλά για να ταλαιπωρείς αρχισυντάκτες και επιμελητές ύλης με την ανυπαρξία ταλέντου, ευφυίας και φιλοδοξίας -ήσουν δημοσιογράφος μόνο “καθ’ όραμα”. Αλήθεια, έκανες ποτέ αυτοκριτική; Έστω εκτίμηση του τι αξίζεις; Δεν κατάλαβες ότι απλά υπήρχες γιατί υπήρχαν και οι άπειρες θέσεις που χρειάζονταν πλήρωση; Αράδες που δεν διαβάζει κανείς, ραδιοκύματα που φτάνουν στο 0.01% των ακροατών, τηλεοπτικά ρεπορτάζ που αφορούν τους φελλότερους των φελλών;)

 Ή έπαιρνες τον βασικό μισθό έστω, αλλά για να ταλαιπωρείς αρχισυντάκτες και επιμελητές ύλης με την ανυπαρξία ταλέντου, ευφυίας και φιλοδοξίας -ήσουν δημοσιογράφος μόνο “καθ` όραμα”. Αλήθεια, έκανες ποτέ αυτοκριτική; Έστω εκτίμηση του τι αξίζεις; Δεν κατάλαβες ότι απλά υπήρχες γιατί υπήρχαν και οι άπειρες θέσεις που χρειάζονταν πλήρωση;

Δεν σου υποσχέθηκαν ποτέ αυτοί που στα έδιναν ότι θα στα έδιναν για πάντα. Κι ακόμη κι αν στο υποσχέθηκαν, κακώς τους εμπιστεύθηκες -τέτοια καθάρματα που ήξερες ότι ήταν, διαπλεκόμενοι και λαμόγια- ή ακόμη πιο κακώς τους κρίνεις τώρα, ως καθάρματα, διαπλεκόμενους και λαμόγια. Μάλλον το κάνεις γιατί δεν φρόντισες ποτέ να γίνεις ο καλλίτερος στο αντικείμενό σου, ή έστω αρκετά καλός ώστε να μη σε πολυνοιάζουν οι φουρτούνες. Είδες φως, βρήκες ανοικτή την πόρτα, μια άδεια καρέκλα, μπήκες και κατσικώθηκες. Με συλλογικές συμβάσεις εργασίας -δηλαδή την υπογραφή του “δεν θέλω ποτέ να βελτιωθώ, θέλω απλά να ξέρω τι έχω λαμβάνειν”- και όνειρα για ένα οικοπεδάκι από τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό της ΕΣΗΕΑ. Δες το απλά: Αν σε ένοιαζε όντως που οι εργοδότες σου ήταν τέτοιοι και αν είχες όραμα, θα είχες χαράξει τον δικό σου δρόμο. Υπάρχουν τα παραδείγματα της Lifo και της Athens Voice -καλές, ανεξάρτητες δουλειές.

Στο δεύτερο επιχείρημα, πάλι: Το κάθε έντυπο έχει το κοινό του. Δεν είναι ποιοτικοί όλοι όσοι αξίζουν. Αλλά οι άξιοι είναι τουλάχιστον αξιότεροι από κάποιους άλλους στον τομέα τους. Αν η αγορά έχει ανάγκη από μια Καθημερινή, ένα Hello κι ένα Marie Claire μόνο (τυχαία παραδείγματα) θα μείνουν μόνο 3 διευθυντές. Και προφανώς δεν θα είναι οι 3 αξιότεροι στις πολιτικοοικονομικές εκτιμήσεις. Το κάθε έντυπο θα χρειαστεί τον αξιότερο στον τομέα του. Αν πάλι η αγορά έχει ανάγκη τα 3 τυχαία παραδείγματα που έδωσα, αλλά οι εκδότες επιμείνουν με άλλα 6, 16, 106 κουκουρούκου έντυπα, τότε δεν έλαβαν το μάθημά τους -και μαζί τους κι εσύ που θα πας πάλι να εργαστείς, πρόθυμος για κομπορρημοσύνες, στον πρώτο που θα σού πουλήσει οράματα και ματαιοδοξίες. Εδώ είμαστε σύμφωνοι: Δεν έχουμε μόνο πρόβλημα (ανύπαρκτων) αναγνωστών ή (υπεραρκετών) δημοσιογράφων. Έχουμε και σαφές πρόβλημα ανεπαρκών εκδοτών. Αλλά αυτά τα έχω ήδη αναλύσει στο “Το πρόβλημα του Τύπου”.

 Εδώ είμαστε σύμφωνοι: Δεν έχουμε μόνο πρόβλημα (ανύπαρκτων) αναγνωστών ή (υπεραρκετών) δημοσιογράφων. Έχουμε και σαφές πρόβλημα ανεπαρκών εκδοτών.

Υπάρχει, βέβαια, και η πανάκεια του Internet. Ξαφνικά όλοι στο χώρο μας συζητούν για την επόμενη ημέρα όπου “όλα θα είναι online” και όπου “θα πέσουν πολύ τα κόστη, γιατί δεν θα υπάρχει το χαρτί στη μέση”. Ήδη ο άνθρωπος που πάλευε κατά του Internet σ’ εκείνο το κύριο άρθρο του “Βήματος” τον Ιούλιο του 2009, διαφημίζει την συνέχιση της ιστορικής εφημερίδας ιντερνετικώ τω τρόπω. Η αποθέωση του παραλόγου βρίσκει νέο μέσον, στην ουσία. Όλοι αποσιωπούν ότι το Internet είναι δωρεάν, ότι η διαφήμιση είναι άλλου είδους, ότι τα έσοδα είναι ελάχιστα σε σχέση με τον παραδοσιακό Τύπο. Κι επίσης, εθελοτυφλούν απέναντι στο προφανές: Πώς θα οδηγήσουν την ενημέρωση στην νέα της (διαδικτυακή) εποχή οι ίδιοι άνθρωποι που μέχρι χθες εχθρεύονταν τον Διαδίκτυο; Κακά τα ψέμματα, δεν υπάρχει άνθρωπος γεννημένος την δεκαετία του ’60 -και παλαιότερα- εκεί έξω που να έχει θέση leader στα new media.

Κοινώς, αυτό που λείπει είναι η κοινή. Λογική. Κυριαρχεί παντού το self fullfilling prophecy και το wishfull thinking. Τα μάτια παραμένουν κλειστά όσο ο καρχαρίας κολυμπάει τριγύρω μας -μπας και φύγει, αν απλά τον αγνοήσουμε. Δεν λέω να θυσιαστούμε, να ορμήσει κάποιος από εμάς πάνω στο κήτος και να φαγωθεί, για να σωθούν οι υπόλοιποι. Λέω κάτι πιο απλό και ειλικρινές: Θα προτιμούσα να έκλειναν αύριο όλα τα έντυπα, όλα τα ραδιόφωνα και όλα τα κανάλια -να απολύονταν όλοι οι εργαζόμενοι σε αυτά. Α, και όλα τα ενημερωτικά sites. Και μετά, με απόλυτη γνώση της αγοράς, των αναγκών και των αντοχών της, να ξαναάνοιγαν από την αρχή, με νέες προσλήψεις, νέο οργανόγραμμα, νέους μισθούς. Φυσικά, να ξαναάνοιγαν μόνο όσα έχουν λόγο ύπαρξης. Και οι άνθρωποι που θα τα στελέχωναν να ήταν οι αξιότεροι δυνατοί. Αυτό θα ήταν το πιο μεγάλο καλό που θα έχει κάνει η κρίση στο χώρο μας: ένα δυνατό κοσκίνισμα.

 Πώς θα οδηγήσουν την ενημέρωση στην νέα της (διαδικτυακή) εποχή οι ίδιοι άνθρωποι που μέχρι χθες εχθρεύονταν τον Διαδίκτυο; Κακά τα ψέμματα, δεν υπάρχει άνθρωπος γεννημένος την δεκαετία του ’60 -και παλαιότερα- εκεί έξω που να έχει θέση leader στα new media.

Για την ιστορία, μπορεί να απολύθηκα το καλοκαίρι, αλλά -όπως έγραφα πιο πάνω- αυτό ήταν ο τρόπος του εργοδότη μου να διατηρήσει στην ζωή ένα έντυπο που κόστιζε πολύ και απέφερε λίγα. Συνεχίζω να δουλεύω γι’ αυτόν σε μια τίμια σχέση προσφοράς – ζήτησης και απόδοσης – ανταπόδοσης. Επίσης, είμαι ελεύθερος πια να δουλέψω και για άλλους εργοδότες -και το κάνω, όταν έχω τον χρόνο. Η κρίση μού έμαθε να είμαι πιο ευέλικτος και πιο πολύπλευρος. Ήδη ξέρω τι θα κάνω αύριο, αν όλα -μα όλα- βουλιάξουν. Αυτό δεν με απαλάσσει από το άγχος. Κατ’ αρχάς γιατί ακόμη ο Τύπος στην Ελλάδα κατευθύνεται από τους εκδότες που περιέγραφα πιο πάνω. Κατά δεύτερον γιατί είναι ελάχιστοι αυτοί που έχουν τέτοια αυτοπεποίθηση που να μην φοβούνται ούτε το πιο μεγάλο κύμα. Κι αυτούς τους θεωρώ κάπως αφελείς. Είναι οι ίδιοι που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το τσουνάμι από την παλίρροια. Η χρήση της μιας λέξης αντί της άλλης θα δικαιολογηθεί -ματαίως- την επόμενη ως “τυπογραφικόν λάθος”. Ως γνωστόν, στο τσουνάμι καλό είναι να ανοίγεσαι μέσα στη θάλασσα. Αλλά είναι άλλο πράγμα να ανοίγεσαι με αεροπλανοφόρο κι άλλο να ανοίγεσαι με windsurf -κι εγώ προς το παρόν είμαι καλός -κάπως καλός, τέλος πάντων- μόνον στο δεύτερο.

Οσα γράφω σ’ αυτό το post έχουν εφαρμογή παντού: Στον εργολάβο που ως τώρα έκανε δουλειές μόνο με το Δημόσιο, γιατί είχε σίγουρο κέρδος. Και τού φαινόταν λογικό πως θα κερδίζει έτσι -ημιπαράνομα, από υπερτιμολογήσεις και ευνοϊκές αναθέσεις- για πάντα. Στον χονδρέμπορο που δεν φοβόταν ποτέ και δεν ήλεγχε τι ήταν όλες αυτές οι επιταγές που λάμβανε. Ήταν σίγουρος πως οι τράπεζες θα έπαιζαν το ίδιο παιχνίδι για πάντα. Στον υπάλληλο του πρώτου και τον υπάλληλο του δεύτερου που δεν νοιάστηκαν ποτέ να καταλάβουν τι ακριβώς δουλειά κάνουν ή που κατάλαβαν, αλλά δεν φοβήθηκαν ποτέ ότι το παραμύθι μια μέρα θα λάμβανε τέλος. Στον δημόσιο υπάλληλο που έκλεισε το κεφάλαιο με τα όνειρα ζωής και τις προσωπικές του φιλοδοξίες την ημέρα που προσελήφθη -και δεν το ξανάνοιξε ποτέ, γνήσιος εκπρόσωπος μιας τεμπέλικης, βολεμένης, ωχαδελφίστικης γενιάς. Αναλύω περισσότερο τα του Τύπου, γιατί αυτά τυχαίνει να ξέρω πιο καλά -αλλά όλοι γνωρίζουμε πως ο Τύπος στην Ελλάδα μια μικρογραφία της υπόλοιπης κοινωνίας είναι. Κακώς. Θα έπρεπε να εργάζονται εκεί μόνο εξαιρετικά σπουδαγμένοι ή αφάνταστα ταλαντούχοι άνθρωποι και να μην είναι μικρογραφία, αλλά εξαίρεση. Αλλά όσα έγραψα παραπάνω εξηγούν γιατί δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο ως τώρα…

| To κείμενο γράφτηκε με Twilight Singers και “Blackberry Belle” και “Twilight Singers” στα ηχεία |
(Ανέβηκε πρώτη φορά στις 7.12.2010 στο Πο Πο Culture!)