web analytics

Τσιτσάνη επέτειος

Ξαναβλέπουμε το “Ουζερί Τσιτσάνης” με αφορμή τα γενέθλια (και την επέτειο θανάτου) του μεγάλου μουσικοσυνθέτη.

Σαν σήμερα γεννήθηκε (και πέθανε) ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ένας από τους πέντε κορυφαίους Έλληνες συνθέτες. Είναι κρίμα που για μια τόσο σπουδαία μορφή του ελληνικού πολιτισμού οι αναφορές στην ποπ κουλτούρα είναι λίγες -κι αυτές αχνές. Ακόμη κι οι σχετικές με τον Τσιτσάνη λίστες στο Spotify είναι άνευρες, θύματα των άπειρων εκτελέσεων των τραγουδιών του από τους πάντες και της έλλειψης ενός σοβαρού επιμελητή που θα ανθολογούσε μόνο τις κορυφαίες ερμηνείες, χωρίς να τις μπλέκει με “εύκολες” λύσεις.

Η πιο πρόσφατη, και πιο φιλόδοξη, αναφορά στο μέγιστο μουσικό ήταν το “Ουζερί Τσιτσάνης”. Αλλά πνίγηκε κι αυτό στην προχειρότητα. Είναι, ωστόσο, η καλύτερη πρόταση γι’ αυτό το παγωμένο δευτεριάτικο βράδυ. Ναι μεν ο Μανούσος Μανουσάκης τη σκηνοθετεί μέτρια (εντελώς τηλεοπτικά -αυτό ξέρει να κάνει άλλωστε) και το άθλιο μοντάζ αποτελειώνει την όποια προοπτική της, δίνοντάς της έναν άλλο ρυθμό από αυτόν που απαιτεί το σενάριο, ναι μεν οι περισσότεροι ηθοποιοί στους β’ ρόλους είναι εντελώς χαμένοι και η ίδια η μουσική του Τσιτσάνη περιορίζεται κι αυτή στο παρασκήνιο -αταίριαστο σε μια ταινία που φέρνει το όνομα του-, αλλά τουλάχιστον ο Ανδρέας Κωνσταντίνου τιμά το μύθο της ελληνικής μουσικής με μία ακόμη σπουδαία κινηματογραφική ερμηνεία (μετά τη “Μικρά Αγγλία”) και η Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη με τον Χάρη Φραγκούλη λάμπουν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους της Εβραιοπούλας που ερωτεύεται το Χριστιανό, λίγο πριν το Ολοκαύτωμα να φτάσει και στη Θεσσαλονίκη, και η παραγωγή είναι ικανοποιητική, μεταφέροντας εύστοχα το κλίμα της κατεχόμενης συμπρωτεύουσας το 1942.

 Ακόμη κι οι σχετικές με τον Τσιτσάνη λίστες στο Spotify είναι άνευρες, θύματα των άπειρων εκτελέσεων των τραγουδιών του από τους πάντες και της έλλειψης ενός σοβαρού επιμελητή που θα ανθολογούσε μόνο τις κορυφαίες ερμηνείες, χωρίς να τις μπλέκει με “εύκολες” λύσεις.

Κυρίως όμως, η περιπέτεια των δυο πρωταγωνιστών και των Εβραίων της πόλης τις τελευταίες μέρες πριν το χαμό τους είναι καθηλωτική, ακόμη κι όταν το σενάριο την μπερδεύει μερικές φορές με κάποιες άχρηστες παράλληλες ιστορίες. Βασίζεται, άλλωστε, στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, που τα κείμενά του στα “Νέα” δεν αντέχονται, αλλά όταν γράφει ιστορίες εποχής, ξέρει καλά την τέχνη του. Είναι μια περιπέτεια από εκείνες που ενέπνευσαν τα αριστουργήματα του Τσιτσάνη -εν προκειμένω το σπουδαιότερο ίσως όλων: τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”. Είναι μια ιστορία από τις πολλές παρόμοιες που, αν οι Έλληνες δεν θα τις ξεχάσουμε ποτέ, θα το χρωστάμε και στη διαχρονικότητα ενός συνθέτη που κατάφερε να τις μετατρέπει σε νότες.
_____________
Την ταινία θα τη βρεις στο Cinobo. Δωρεάν, αν δεν θες να κάνεις συνδρομή, αφού -όπως όλες οι πλατφόρμες streaming- προσφέρει δοκιμαστική περίοδο. Ευκαιρία να ξεκολλήσεις ένα βράδυ από το Netflix (εξ άλλου, κι εκεί μόνο μετριότητες βλέπεις). Κι αν έχεις όρεξη για περισσότερα και συγκινηθείς απ’ το δράμα του Ολοκαυτώματος, θα συνεχίσεις στο Cinobo με το “Γιο του Σαούλ”. Αυτό δεν θα το βρεις σε κανένα Netflix. Γυρίστηκε την ίδια χρονιά με το “Ουζερί Τσιτσάνης” (2015), αλλά σκηνοθετικά βρίσκεται στο εντελώς άλλο άκρο. Είναι, ίσως η κορυφαία στιγμή της τελευταίας δεκαετίας (και, απολύτως λογικά, τιμήθηκε με όλα τα Όσκαρ, Χρυσές Σφαίρες, BAFTA, Σεζάρ και ό,τι άλλο θα μπορούσε να μαζέψει).