Η Άννα ήταν το μικρότερο από τα τρία παιδιά του αυτοκράτορα Ρωμανού Β’ και της Θεοφανούς. Κληρονόμησε την ομορφιά των δύο γονιών της, όπως άλλωστε και ο μεσαίος αδερφός, ο Κωνσταντίνος ο Η’ και ήταν, βεβαίως, ως Πορφυρογέννητη, μια από τις πιο περιζήτητες -αν όχι η πιο περιζήτητη- νύφη στον κόσμο στα τέλη του 10ου αιώνα.
Όταν ο Βασίλειος ο Β’ ο Μακεδών, ο μεγάλος της αδερφός, κατάφερε να παραμερίσει τον πολύπειρο ευνούχο Βασίλειο Λεκαπηνό, που πρακτικά κυβερνούσε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και να αναλάβει τα πραγματικά ηνία του πλουσιότερου κράτους στον κόσμο, ξέσπασε μια σειρά εμφυλίων πολέμων, με υποκινητές τους σπουδαιότερους στρατηγούς της εποχής.
Ο Βάρδας Σκληρός και ο Βάρδας Φωκάς, έχοντας ως πρότυπο τους δύο προηγούμενους Αυτοκράτορες, τον Νικηφόρο Φωκά και τον Ιωάννη Τσιμισκή, που ανέβηκαν στο θρόνο ξεκινώντας από τον στρατό και εκθρονίζοντας με πραξικόπημα το Ρωμανό τον Β’, ήθελαν να συνεχιστεί το ίδιο μοτίβο που ήταν αποδεδειγμένα επιτυχημένο, αφού στα χρόνια του Φωκά και του Τσιμισκή η Ρωμανία είχε γνωρίσει εντυπωσιακή ανάπτυξη.
Ο Ρωμανός ο Β’ είχε δολοφονηθεί από το Νικηφόρο Φωκά και αυτός, με τη σειρά του, από τον Τσιμισική. Η Θεοφανώ παντρεύτηκε τον Φωκά και ήταν ερωμένη του Τσιμισκή (λέγεται μάλιστα ότι ήταν αυτή που οργάνωσε τη δολοφονία και των δύο συζύγων της), ενώ είχε πολύ στενή σχέση και με τον Λεκαπηνό. Οι στρατηγοί της επόμενης γενιάς θεωρούσαν ότι ο νεαρός Βασίλειος Β’, που είχε ήδη αποτύχει παταγωδώς στην πρώτη του εκστρατεία κατά των Βουλγάρων, και ο συμβασιλέας του Κωνσταντίνος Η’ δεν ήταν άξιοι για το ρόλο του Αυτοκράτορα. Ειδικά ο Βάρδας Φωκάς κατάφερε να συσπειρώσει το μεγαλύτερο μέρος του στρατού της Ανατολίας, να στρατοπεδεύσει στην αντίπερα όχθη από την Κωνσταντινούπολη και να βρεθεί πολύ κοντά στο να πετύχει το σκοπό του, περιμένοντας πως η Θεοφανώ θα έκανε πάλι “το καθήκον της”, ρίχνοντας τον Αυτοκράτορα μέσα από την Πόλη, χωρίς να χρειαστεί να χυθεί πολύ αίμα στο πεδίο της μάχης.
Οι στρατηγοί της επόμενης γενιάς θεωρούσαν ότι ο νεαρός Βασίλειος Β’, που είχε ήδη αποτύχει παταγωδώς στην πρώτη του εκστρατεία κατά των Βουλγάρων, και ο συμβασιλέας του Κωνσταντίνος Η’ δεν ήταν άξιοι για το ρόλο του Αυτοκράτορα.
Ο Βασίλειος ο Β’, έχοντας μείνει ουσιαστικά χωρίς αξιόμαχο στρατό, κατέφυγε στην ύστατη λύση. Ζήτησε βοήθεια από τον Βλαδίμηρο, το Μεγάλο Πρίγκιπα του Κιέβου και ηγέτη των Ρως. Ο Βλαδίμηρος έστειλε έξι χιλιάδες Βαράγγους (Βίκινγκς) στην Πόλη και με τη βοήθειά τους ο Βασίλειος υπερασπίστηκε το θρόνο του, καταπνίγοντας τις δύο επαναστάσεις. Όμως ο Βλαδίμηρος ζήτησε για αντάλλαγμα το χέρι της Άννας.
Ποτέ μέχρι τότε μια Πορφυρογέννητη (γεννημένη από γονείς που βασίλευαν στην Αυτοκρατορία) δεν είχε παντρευτεί βάρβαρο. Πόσο μάλλον, αλλόθρησκο. Ακόμη και στους Φράγκους που ζητούσαν αυτοκρατορικές νύφες, έστελναν ανηψιές ή ξαδέρφες -ποτέ κόρες Αυτοκρατόρων. Ο σκοπός, όμως, αγιάζει τα μέσα -και ο Βασίλειος πήρε τη μεγάλη απόφαση, παρ’ ότι έπαιξε ένα τεράστιο κατενάτσιο μέχρι να ενδώσει. Όταν ο Βλαδίμηρος ψυλλιάστηκε ότι ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας πάει να του τη φέρει, έκανε το εξής απλό: Το 988 πολιόρκησε και άλωσε τη Χερσώνα, το εμπορικό λιμάνι των Ρωμαίων στην Κριμαία, που αποτελούσε την πύλη για το το Δρόμο του Μεταξιού, και απείλησε ότι ο επόμενος στόχος του θα ήταν η ίδια η Κωνσταντινούπολη.
Ακόμη και στους Φράγκους που ζητούσαν αυτοκρατορικές νύφες, έστελναν ανηψιές ή ξαδέρφες -ποτέ κόρες Αυτοκρατόρων.
Ο Βασίλειος αναγκάστηκε να στείλει την αγαπημένη του αδερφή στη Χερσώνα, ζητώντας μόνο έναν τελευταίο όρο από τον Βλαδίμηρο: να εκχριστιανιστεί. Η Άννα έφτασε λίγο μετά την άλωση της πόλης μαζί με ένα τσούρμο παπάδες που τη μία μέρα βάπτισαν τον Πρίγκιπα του Κιέβου και την επόμενη την πάντρεψαν μαζί του. Έγινε έτσι η πρώτη Χριστιανή Πριγκίπισσα των Ρως. Ήταν 25 ετών. Πέθανε σε βαθιά κατάθλιψη στο Κίεβο 23 χρόνια μετά. Δεν ξαναείδε τα δύο αδέρφια της. Λέγεται οτι ο Κωνσταντίνος δεν συγχώρεσε ποτέ στον Βασίλειο την απόφασή του να τη στείλει στη Ρωσία.
Περίπου 1000 χρόνια αργότερα, η Χερσώνα βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο των εξελίξεων, με κύριο πρωταγωνιστή έναν άλλο Βλαδίμηρο. Κι ένας γνώριμός σας πρώην δημοσιογράφος ξαναπιάνει σιγά σιγά την παλιά του τέχνη και έχει αρχίσει να σκαρώνει μια αφήγηση που κορυφώνεται το 1024, ένα χρόνο πριν το θάνατο του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου -όπως τελικά έμεινε γνωστός στην Ιστορία ο μεγάλος αδερφός- με την Άννα να περιπλανέται στις σελίδες της περίπου σαν φάντασμα που στοιχειώνει τη μνήμη των δύο Αυτοκρατόρων και προμηνύει τα μαύρα χρόνια που πλησίαζαν για τη Ρωμανία μετά το τέλος της Δυναστείας των Μακεδόνων.